Η Εργατοϋπαλληλική Αγωνιστική Συσπείρωση (ΕΡΓ.Α.Σ) συμμετέχει και καλεί στο συλλαλητήριο που αποφάσισε η ΑΔΕΔΥ την Τετάρτη 26 Μάη στις 7 μ.μ. στα Προπύλαια.

Με το αντεργατικό νομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση στη δημοσιότητα μέσω της «Διαβούλευσης» κήρυξε τον πόλεμο με τον κόσμο της εργασίας, αμφισβητώντας τις πιο θεμελιώδεις κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Με το τερατούργημα που προωθεί για ψήφιση βάζει οριστική ταφόπλακα στην οκτάωρη εργασία και στις συλλογικές συμβάσεις, χτυπά βάναυσα τα συνδικάτα, τα μοναδικά εργαλεία οργάνωσης και πάλης των εργαζομένων.

Παρά το μέγεθος και την ένταση της κυβερνητικής επίθεσης, το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκες σοβαρής υποχώρησης και σε μεγάλη αναντιστοιχία με το μέγεθος του νέου αντεργατικού οδοστρωτήρα. Η συνδικαλιστική πλειοψηφία της ηγεσίας της ΓΣΕΕ διαδραματίζει εδώ και καιρό έναν άθλιο ρόλο που ξεπουλά τους εργαζόμενους και τα συμφέροντά τους.

Με την ανακοίνωση του ν/σ η ηγεσία της ΓΣΕΕ επιλέγει για μια ακόμα φορά το ρόλο του συνομιλητή με την κυβέρνηση. Αφού σαμποτάρισε με τη στάση της τον πρόσφατο γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς, η ηγεσία της ΓΣΕΕ σέρνεται σε υποτιθέμενους διαλόγους με την κυβέρνηση. Στο λιτό δελτίο τύπου που εξέδωσε στις 17/5 σημειώνει πως «Η ΓΣΕΕ μετά από σχετική πρόσκληση του Υπουργού Εργασίας θα μετάσχει (…) σε τηλεδιάσκεψη σχετικά με το εργασιακό νομοσχέδιο», ενώ όπως ενημερώνει, αφού πρώτα πραγματοποιήσει Συνέντευξη Τύπου στη συνέχεια «άμεσα (…) θα πραγματοποιηθεί και η σύγκληση των Οργάνων της Συνομοσπονδίας ώστε η ΓΣΕΕ να λάβει αποφάσεις και να καθορίσει το πλαίσιο δράσης της». Με αυτή την παρελκυστική τακτική η ηγεσία της ΓΣΕΕ χαρίζει πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση να προωθήσει τα αντεργατικά μέτρα. Υποσκάπτει κάθε προσπάθεια οργάνωσης και ανάπτυξης ενιαίου, πανεργατικού απεργιακού μετώπου ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.

Αν και με παραλλαγμένη μορφή, την ίδια τακτική ακολουθεί και η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ η οποία παρά τους πομπώδεις τίτλους στις πρόσφατες ανακοινώσεις πως «Το αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ και του κ. Χατζηδάκη ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ» (12/05/2021) μόλις πριν λίγα 24ωρα καλεί σε συλλαλητήριο την Τετάρτη 26 Μάη στα Προπύλαια και 24ωρη απεργιακή κινητοποίηση στις 3 Ιουνίου στις παραμονές της ψήφισης του ν/σ με πρόσχημα τη συμπόρευση με τη ΓΣΕΕ και τα Εργατικά Κέντρα Αθήνας – Πειραιά.

Ίδια όμως κατάσταση επικρατεί σε μια σειρά Ομοσπονδίες τόσο του ιδιωτικού όσο και του Δημόσιου τομέα, στα Εργατικά Κέντρα ακόμα και στα πρωτοβάθμια σωματεία. Οι ίδιες συνδικαλιστικές δυνάμεις (ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚ) βάζουν κάθε είδους εμπόδια προκειμένου να μην εκφραστεί με αγωνιστικό τρόπο η γενικευμένη οργή των εργαζομένων για τον ορυμαγδό των μέτρων που φέρνει η κυβέρνηση. Αρνούνται να ενεργοποιήσουν τα σωματεία σε αγωνιστική κατεύθυνση και να πραγματοποιήσουν άμεσα Γενικές Συνελεύσεις. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετική η πολιτική αυτών των δυνάμεων όταν στις δημόσιες τοποθετήσεις και ανακοινώσεις τους βλέπουν «θετικά στοιχεία» στο αντεργατικό έκτρωμα, θεωρούν πως «μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του εργαζόμενου η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, αρκεί να ελέγχεται ο εργοδότης ως προς την τήρηση των μέτρων», ή υποστηρίζουν πως είναι «εκσυγχρονιστικό μέτρο» το φακέλωμα των συνδικάτων και οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες.

Στην ανακοίνωσή της η ΕΡΓ.Α.Σ σημειώνει, ανάμεσα σε άλλα και τα παρακατω:

Είναι φανερό ότι οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις της ΠΑΣΚ (ΚΙΝΑΛ) και της ΔΑΚΕ (ΝΔ), που ελέγχουν απόλυτα την ηγεσία της ΓΣΕΕ, έχουν αναλάβει το βρόμικο ρόλο να ξεπλύνουν και να εξωραΐσουν το αντεργατικό ν/σ της κυβέρνησης, να καταπνίξουν κάθε προσπάθεια αγωνιστικής και απεργιακής κινητοποίησης ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Πρέπει να δυναμώσει το μέτωπο της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, να ξεσκεπαστεί ο ύπουλος ρόλος τους που αφοπλίζει τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα μπροστά στην κυβερνητική επίθεση.

Σοβαρό μερίδιο ευθύνης έχουν και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Με δυσκολία και ασθμαίνοντας, αφού βγήκαν από τον πολύμηνο λήθαργο στον οποίο τους έβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική ουράς στη ΝΔ, υποχρεώνονται τώρα να μιλήσουν τάχα για αγώνες ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Πέρα όμως από τα παχιά λόγια εξαντλούν όλη την «αγωνιστικότητά» τους σε μια απεργιακή κινητοποίηση την ημέρα της ψήφισης. Με αυτή τη στάση οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ βγάζουν από τη δύσκολη θέση τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, επιδιώκοντας να εκτονώσουν την πίεση από τη συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια με μια ανώδυνη και άσφαιρη κινητοποίηση τις παραμονές της ψήφισης του ν/σ.

Η ηγεσία του ΠΑΜΕ, που για μήνες σερνόταν επίσης στα απόνερα της κυβερνητικής πολιτικής κάνοντας επιδείξεις «υπεύθυνης δύναμης» στην αστική τάξη και την κυβέρνηση σε ό,τι αφορά την πανδημία, προβάλλει αυτές τις μέρες στα συνδικάτα την ίδια κατεύθυνση όπως και οι ψευτοαντιπολιτευόμενες δυνάμεις. Έναν προσανατολισμό που πίσω από την ταξική λογοκοπία και το «αριστερούτσικο» περίβλημα επιχειρεί να αποδράσει από το πεδίο των αγώνων. Η γραμμή που προβάλλει το ΠΑΜΕ εξαντλείται και αυτή στη μια απεργιακή κινητοποίηση στην εκπνοή του χρόνου, αντί του παρατεταμένου και μαζικού πανεργατικού αγώνα. Αντί να προσανατολίζει τις δυνάμεις του στην ενεργοποίηση των σωματείων, στην πραγματοποίηση Γενικών Συνελεύσεων, αντί να μεγιστοποιεί την πίεση προς τις Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα ώστε να προκηρύξουν πανεργατικές απεργίες, η ηγεσία του ΠΑΜΕ εφαρμόζει μια πολιτική αδράνειας, που για να δικαιολογηθεί προς το εσωτερικό του επενδύεται με αυτόκεντρες, περιχαρακωμένες κινητοποιήσεις της τελευταίας στιγμής, όπως έγινε και στην περίπτωση του συλλαλητηρίου στις 13/05. Πρόκειται για μια συμβιβαστική πολιτική, που υπονομεύει τον αγώνα και απορρέει από την έλλειψη πίστης στη δύναμη του λαϊκού αγώνα που διακατέχει την ηγεσία του ΠΑΜΕ. Άλλωστε, τα κεντρικά συνδικαλιστικά του στελέχη έχουν προεξοφλήσει πως θα ψηφιστεί το αντεργατικό ν/σ και, εγκαταλείποντας το πεδίο του αγώνα πριν καν ξεδιπλωθεί, σπεύδουν από τώρα να κάνουν δηλώσεις ταξικής αδιαλλαξίας πως «τα μέτρα δεν θα εφαρμοστούν στην πράξη». Επιπρόσθετα επιμένει στη γραμμή των διασπαστικών κινητοποιήσεων με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της Πρωτομαγιάς (06/05) που για άλλη μια φορά επέλεξε τη χωριστή πλατεία (Σύνταγμα) μακριά από την ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ -που είχαν κηρύξει 24ωρη απεργία- και τα σωματεία που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα.

Αδιέξοδη είναι και η γραμμή των υποτιθέμενων «συντονισμών» των πρωτοβάθμιων σωματείων, που μάλιστα το τελευταίο διάστημα έχει γενικευτεί για να συμπεριλάβει και συνδικαλιστικά σχήματα και συλλογικότητες που κινούνται γύρω από το λεγόμενο αντικαπιταλιστικό χώρο. Πρόκειται για μεθόδους που μιμούνται ως μικρογραφία και καρικατούρα το ΠΑΜΕ και την τακτική του, ενισχύοντας τον κατακερματισμό.

Τόσο το Μ-Λ ΚΚΕ όσο και οι συνδικαλιστικές του παρατάξεις, η ΕΡΓ.Α.Σ και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, μπροστά στο μέγεθος και την ένταση της επίθεσης της κυβέρνησης της ΝΔ, καλούν τα συνδικάτα και τα σωματεία σε πανεργατική μάχη για να μην περάσει το αντεργατικό νομοσχέδιο. Παρά τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, η πρόσφατη απεργιακή κινητοποίηση στις 6 Μάη με τη συμμετοχή χιλιάδων εργαζομένων και λαού αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη. Οι ταξικές δυνάμεις του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια και τα αναχώματα που θέτουν οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις, να σημάνει άμεσα συναγερμός στα συνδικάτα, να τεθούν σε τροχιά ενιαίας, μαζικής και πανεργατικής πάλης. Δεν πρέπει να κυριαρχήσει η συμβιβαστική και ηττοπαθής γραμμή της μιας κινητοποίησης την τελευταία στιγμή σαν κι αυτή που προωθούν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΜΕ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΠΑΣΚ (ΚΙΝΑΛ). Ούτε βέβαια και η πρακτική του κατακερματισμού των κινητοποιήσεων. Αντίθετα τα συνδικάτα πρέπει να σημάνουν ενιαίο απεργιακό πανεργατικό ξεσηκωμό με διάρκεια και ένταση. Είναι υπόθεση ζωτικής σημασίας για την εργατική τάξη και τα πλατιά λαϊκά στρώματα να μην περάσουν τα βάρβαρα κυβερνητικά μέτρα που φέρνουν το νέο εργασιακό μεσαίωνα.