Την επικράτησή του στις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοέμβρη στο Ισραήλ εξασφάλισε ο ηγέτης του δεξιού κόμματος Λικούντ, πρώην πρωθυπουργός, Νετανιάχου, καθώς το κόμμα του και τα υπόλοιπα κόμματα του «συνασπισμού της δεξιάς» εξασφάλισαν 65 από τις 120 έδρες της ισραηλινής βουλής (Κνέσετ). Ο Νετανιάχου, σε βάρος του οποίου εκκρεμούν τρεις δίκες για διαφθορά, φαίνεται να οδεύει ξανά προς την πρωθυπουργία, ενώ ο νέος πιθανός κυβερνητικός συνασπισμός αναμένεται να απαρτίζεται από τα ακόλουθα κόμματα: Λικούντ, «Θρησκευτικός Σιωνισμός» των ακροδεξιών εποίκων Μπετσαλέλ Σμότριτς και Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, τα κόμματα των υπερορθόδοξων Εβραίων «Shas» και «Ιουδαϊσμός-Τορά».

Σε ό,τι αφορά το «κεντροδεξιό» κόμμα του υπουργού Αμυνας Γκαντς, που στήριζε την προηγούμενη κυβέρνηση, ανακοίνωσε πως θα παραμείνει στην αντιπολίτευση και δεν σκοπεύει, τουλάχιστον με τα παρόντα δεδομένα, να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση Νετανιάχου.

Τελικά, το δεξιό μπλοκ υπό τον Νετανιάχου έχει 64 βουλευτές στο νέο κοινοβούλιο, έναντι 51 βουλευτών του απερχόμενου κυβερνητικού μπλοκ υπό τον Λαπίντ. Σημαντικές δυνάμεις κατέγραψε το ακροδεξιό κόμμα «Θρησκευτικός Σιωνισμός», το οποίο συνεργάζεται με τον Νετανιάχου και προκαλεί αντιδράσεις σε δυτικές κυβερνήσεις και λόμπι της ισραηλινής διασποράς, που επιθυμούν ένα πιο «μετριοπαθές» προφίλ, χωρίς βέβαια να αλλάζει η ουσία της κατοχής της Παλαιστίνης. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία εξέφρασαν ανησυχία για πιθανή συμμετοχή του εν λόγω κόμματος στη νέα κυβέρνηση, ζητώντας «αποχή από εμπρηστική ρητορική» και επίδειξη «σεβασμού και ανοχής σε μειονοτικές ομάδες».

Το αποτέλεσμα οδηγεί σε παζάρια για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, η οποία θα διαχειριστεί τη συνέχιση των αμερικανόπνευστων «συμφωνιών του Αβραάμ» με αραβικές χώρες, τον συμβιβασμό Ισραήλ – Λιβάνου με διαμεσολάβηση των ΗΠΑ για την εκμετάλλευση διαφιλονικούμενων θαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, συμβιβασμό που απέρριψε προεκλογικά ο Νετανιάχου, την «πλήρη ομαλοποίηση» των σχέσεων με την Τουρκία κ.λπ., ενώ συνεχίζεται αδιάλειπτα η κλιμάκωση της κατοχικής βίας σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του Ισραήλ επιδρά και σε διεθνείς διεργασίες. Ηδη καταγράφονται αναλύσεις για αναμενόμενες δυσκολίες «συνεννόησης» ανάμεσα στη νέα κυβέρνηση Νετανιάχου και στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Δύσκολα, από την άλλη, θα αλλάξει η ρότα της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής που χάραξε η απερχόμενη κυβέρνηση, τόσο στο φόντο της πρόσφατης συμφωνίας με τον Λίβανο για την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων όσο και σχετικά με την Τουρκία, με την οποία ομαλοποιήθηκαν πλήρως οι διπλωματικές σχέσεις μετά από περίπου μία δεκαετία. Παρότι ο Νετανιάχου έχει δηλώσει πως θα «εξουδετερώσει» τη συμφωνία διευθέτησης θαλάσσιων διαφορών με τον Λίβανο, είναι αμφίβολο ότι θα κάνει πράξη αυτήν τη δήλωση, καθώς μια τέτοια κίνηση θα έθιγε μεγάλα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα.

Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν, που στο παρελθόν είχε αποκαλέσει τον Νετανιάχου «τρομοκράτη», έκ­φρα­σε την ελπίδα για συνέχιση των ομαλών σχέσεων με το Ισραήλ, «με αμοιβαίο σεβασμό». Σε αυτό το φόντο, ο Νετανιάχου αναμένεται να εντείνει περαιτέρω τη συνεργασία με Ελλάδα και Κύπρο στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ οι «συμφωνίες του Αβραάμ», που είχαν επιτευχθεί επί της πρωθυπουργίας του, μπορεί να ενισχυθούν και με άλλες αραβικές χώρες.

Αντίστοιχη «συνέχεια» ανα­μένεται και στις σχέσεις του Νετανιάχου με τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν, που εξασφάλιζαν στην ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία «ασυλία» για τις επιδρομές της στη Συρία.