«Η οικονομία μπήκε στις ράγες της ανάπτυξης», «άρχισε μια εποχή μεγάλων αλλαγών στην ελληνική οικονομία», «ενισχύεται το επενδυτικό κλίμα» και άλλα παρόμοια είναι τα στερεότυπα της προπαγάνδας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που επαναλαμβάνουν ενορχηστρωμένα όλα τα παρατρεχάμενά της μέσα ενημέρωσης στην προσπάθειά τους να εντυπώσουν μια πλαστή εικόνα για τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που έχει φέρει η πολιτική της. Μια εικόνα ευφορίας και καλλιέργειας προσδοκιών εντελώς ανάστροφη από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει ο ελληνικός λαός, ο οποίος πνίγεται από τη μεγάλη ανεργία, τη ζούγκλα των εργασιακών σχέσεων, την καταβαράθρωση των μισθών και των συντάξεων, τη βαριά φορολόγηση, στην ακρίβεια, τη θανατηφόρα εγκατάλειψη του συστήματος δημόσιας υγείας μέσα σε συνθήκες πανδημίας, την αποσάθρωση και συρρίκνωση της δημόσιας εκπαίδευσης, την απουσία δημόσιου συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Σε αυτόν, ακριβώς, τον προπαγανδιστικό καμβά κινήθηκε και η συζήτηση που έγινε στις 22/11 στη Βουλή για την ακρίβεια. Ο Κυρ. Μητσοτάκης επιστράτευσε την παραποίηση, το «μαγείρεμα» παρουσίασης στοιχείων και το ψεύδος, όχι μόνο για να καθησυχάσει για το καταιγιστικό κύμα ακρίβειας που σαρώνει τα λαϊκά εισοδήματα αλλά και για να προβάλει ως «επιτυχημένη» και «κοινωνική» την πολιτική του.

Επιχείρησε να αποσείσει τις ευθύνες της πολιτικής της κυβέρνησής του για την ακρίβεια, λέγοντας ότι αυτή οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες (στην παγκόσμια κρίση τιμών) και θέλοντας να κρύψει τις ευθύνες της κυβερνητικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις κλπ) για την αλματώδη αύξηση των τιμών.

Επιδίωξε με θράσος να υποβαθμίσει το μέγεθος και τις επιπτώσεις που έχει η ακρίβεια, χαρακτηρίζοντάς την ως «προσωρινό φαινόμενο» και αποδίδοντας την ανησυχία γι’ αυτήν σε «μία πλειοδοσία η οποία συχνά γίνεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γιατί το ζήτημα της ακρίβειας δικαιολογημένα «πουλάει τηλεοπτικά»» και στο ότι δεν υπάρχει «μια ακριβής αίσθηση της εικόνας στην αγορά»(!).

Υποστήριξε ακόμα -ψευδόμενος- ότι η κυβέρνηση έχει «επιτυχημένη άμυνα» απέναντι στην ακρίβεια, γιατί, τάχα, «το εισόδημα των νοικοκυριών είχε προηγουμένως θωρακιστεί επί δύο χρόνια»(!). Και όλα αυτά τα ισχυρίστηκε την ίδια ώρα που η τιμή της μεγαβατώρας του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα έσπασε κάθε ρεκόρ αύξησης (6πλάσια από την περσινή τιμή!) και είναι η μεγαλύτερη και με διαφορά σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια ώρα που το κόστος δαπάνης ενός νοικοκυριού -το λεγόμενο καλάθι της νοικοκυράς- έχει εκτοξευθεί στα ύψη και η λεγόμενη κυβερνητική ενίσχυση (επιδότηση ρεύματος κλπ) είναι κυριολεκτικά ψίχουλα μπροστά στο μέγεθος των αυξήσεων, περιορισμένη χρονικά μόνο μέχρι το τέλος του χρόνου, ενώ ο προϋπολογισμός του 2022 δεν προβλέπει κανένα κονδύλι ενίσχυσης, παρ’ όλο που όλες οι προβλέψεις μιλούν ότι η ακρίβεια θα τραβήξει μακριά, πέρα από το χειμώνα.

Αλλά δεν υπήρξε και κανένας τομέας της κυβερνητικής πολιτικής για τον οποίο, με παρόμοιο τρόπο, ο Κυρ. Μητσοτάκης να μην είπε ότι έχει «επιτυχία»:
Παρουσίασε ως «επιτυχία» της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης αλλά και απόδειξη, τάχα, ότι ξεκίνησε η «ανάπτυξη» και το ότι το 2021 το ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερο κατά ποσοστό 6,9% σε σχέση με το ΑΕΠ του 2020. Πρόκειται για ένα καθαρό τρικ, για τη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων, γιατί αυτό το κυβερνητικό ποσοστό αναφέρεται σε μια σύγκριση ανάμεσα σε μια περίοδο που η οικονομία ακινητοποιήθηκε λόγω γενικού κλεισίματος (λοκ-ντάουν) και σε μια χρονική περίοδο που επαναλειτούργησε. Αλλά και γιατί ακόμα ο Κυρ. Μητσοτάκης φρόντισε να αποσιωπήσει σε αυτή τη σύγκριση πως το πρωτογενές έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού τού 2021 εκτινάχθηκε στο 7%, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε (κατά 10 δισ. ευρώ) στα 350 δισ. ευρώ και το 2022 σύμφωνα με τον προϋπολογισμό θα ανέβει κι άλλο, στα 355 δισ. ευρώ.
Κόμπασε για το «ότι υπάρχει στην Ελλάδα πολύ μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον από ξένα κεφάλαια» εμφανίζοντας ως «επιτυχία» και «ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» τον ραγδαίο αφελληνισμό της, καθώς με την κυβερνητική πολιτική ξένα επενδυτικά κεφαλαία αλώνουν ελληνικές μονάδες και υποδομές. Με πιο χτυπητή πρόσφατη περίπτωση την ιδιωτικοποίηση της μεγαλύτερης ελληνικής επιχείρησης, της ΔΕΗ, με τις προφανείς βαριές επιπτώσεις για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας αλλά και για το τωρινό κύμα ακρίβειας.
Δεν δίστασε να αναφέρει ως «σημαντική επιτυχία» της κυβέρνησης τη «μείωση της ανεργίας», όταν τα στοιχεία του ΟΑΕΔ δεν παύουν να δείχνουν κάθε μήνα τον αριθμό των ανέργων να παραμένει πάντα κοντά στο τεράστιο νούμερο του 1.000.000 ανέργων (τον Οκτώβρη του 2021 το σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων ανήλθε σε 976.699 άτομα από τα οποία τα 575.801 είναι άνεργοι άνω των 12 μηνών).
Παρουσίασε, τέλος, με περισσή προκλητικότητα, την κυβέρνησή του ως «πρωταθλήτρια» στην αντιμετώπιση της πανδημίας(!), όταν στην Ελλάδα του Μητσοτάκη οι θάνατοι από κορονοϊό ξαναέχουν ανέβει στα ύψη και τα δημόσια νοσοκομεία ξαναμετατρέπονται σε νοσοκομεία μιας νόσου.

***

Η εντατική προπαγανδιστική προσπάθεια της κυβέρνησης να προβάλει μια τελείως ψεύτικη – ωραιοποιημένη περιγραφή για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση που έχει διαμορφώσει και διαμορφώνει η πολιτική της δεν δείχνουν, βέβαια, μια κυβέρνηση που πορεύεται με «επιτυχίες», όπως ο αρχηγός της ΝΔ είπε με τις ομιλίες του στη Βουλή. Αντίθετα, δείχνει χειρισμούς στους οποίους προβαίνει τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ για να αντιμετωπίσει μια διευρυνόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική της. Τα μηνύματα αυτής της δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας τα εισπράττει σε ποικίλες μορφές, αλλά θέλει να τα διαχειριστεί κατά τρόπο που να μείνει αδιατάρακτη η αντιλαϊκή πολιτική, όπως φανερώνει και η έκκληση που έκανε στη Βουλή ο Κυρ. Μητσοτάκης πως «η πατρίδα θέλει συναίνεση, αν όχι συμπαράταξη» και «δεν χρειάζεται αρνητές της λογικής στην οικονομία».

Το ζήτημα αυτών των χειρισμών συνδέεται, ασφαλώς, με την προοπτική των βουλευτικών εκλογών. Γι’ αυτό και από αυτούς δεν λείπουν και υποσχέσεις σαν κι αυτή του Μητσοτάκη στη Βουλή ότι «θα υπάρξει εντός του 2022 μια ακόμα δεύτερη αύξηση για τους χαμηλόμισθους συμπολίτες μας», η εκπλήρωση της οποίας -όπως σχολίασε και ο αστικός Τύπος- «συνδυάζεται με πρόωρες εκλογές».

Ήδη έχει αρχίσει ένας αυξανόμενος «πόλεμος δημοσκοπήσεων» και γίνονται διαπιστώσεις πλέον και από το φίλιο Τύπο της κυβέρνησης πως προκύπτουν «ανησυχητικές παράμετροι» για την επιρροή της, που καταγράφονται ως «παγίωση ενός κλίματος επιφυλακτικότητας και δυσπιστίας των πολιτών, σε συνδυασμό με μια υποχώρηση των ποσοστών της ΝΔ». Αυτά σημαίνουν την αναγνώριση μιας πολιτικής φθοράς της κυβέρνησης και προαναγγέλλεται από το επιτελείο του Μαξίμου «επικοινωνιακή και πολιτική αντεπίθεση» για το επόμενο διάστημα (πρόλογός της ήταν οι ομιλίες Μητσοτάκη στη Βουλή), ενώ γίνονται και λογαριασμοί με βάση το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επωφελείται ιδιαίτερα από αυτή τη φθορά και ότι θα παίξουν ρόλο και οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ και μια ενδεχόμενη εκλογική ενίσχυσή του.

Είναι φανερό ότι η πολιτική φθορά της κυβέρνησης ενεργοποιεί όχι μόνο τα κυρίαρχα αστικά κόμματα να δυναμώσουν τη δημαγωγία τους και να οξύνουν την κούφια και αποπροσανατολιστική αντιπαράθεσή τους, αλλά και όλο το αστικό πολιτικό σύστημα για τη διαμόρφωση της επόμενης μέρας. Και ένα μέρος αυτής της ενεργοποίησης είναι και οι εκδηλούμενες παρεμβάσεις στις εκλογικές διαδικασίες για την ανάδειξη προέδρου στο ΚΙΝΑΛ, καθώς είναι ισχυρό το ενδεχόμενο η επόμενη διακυβέρνηση να χρειαστεί να στηριχτεί σε ένα κυβερνητικό συνεταιρισμό, με δεύτερο συνέταιρο το ΚΙΝΑΛ.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ενεργοποίηση των επιτελείων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, αλλά και των ιμπεριαλιστικών παραγόντων με τους οποίους συνδέεται, αποβλέπει στο να κατευθυνθούν οι κυβερνητικές «λύσεις» στις συντεταγμένες της αντιλαϊκής πολιτικής.
Από αυτήν την άποψη έχει σημασία το επόμενο διάστημα πώς ο λαϊκός παράγοντας δεν θα παρασυρθεί από τις παραπλανητικές δημαγωγίες και τα διλήμματα που θα του θέσουν τα κυρίαρχα αστικά κόμματα και θα μπορέσει να εμμείνει στο δυνάμωμα της δικής του εξωκοινοβουλευτικής κινητοποίησης και παρέμβασης, που είναι και μόνος δρόμος για να αποκρούσει την αντιλαϊκή πολιτική και να βελτιώσει τη θέση του.