Οι πρόσφατες σημαντικές επιτυχίες του συριακού στρατού στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Χάμα και στο νότιο τμήμα της βορειοδυτικής επαρχίας Ιντλίμπ, με κορυφαία την ανακατάληψη της στρατηγικής πόλης Χαν Σεϊχούν, που βλέπει σε οδικές αρτηρίες – κλειδιά και θεωρείται το πρώτο βήμα για την επαναλειτουργία του δρόμου που συνδέει το Χαλέπι με τη Δαμασκό, δείχνουν να επιταχύνουν ορισμένες εξελίξεις, όχι μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στα πεδία των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων και αντιθέσεων, που αναμένεται να οξυνθούν ενόψει της μοιρασιάς που έρχεται μετά την οριστική ήττα των τζιχαντιστών.

Ανεβαίνει λοιπόν επικίνδυνα η ένταση στη συρο-τουρκική μεθόριο, εξαιτίας των προσπαθειών του τουρκικού στρατού να κλιμακώσει τις επιχειρήσεις στο συριακό έδαφος και να στηρίξει δυνάμεις αντικαθεστωτικών και τζιχαντιστών, που συναντούν εντεινόμενες δυσκολίες στις μάχες με τον συριακό στρατό. Φαίνεται πάντως πως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο τουρκικός στρατός δεν περιορίζονται μόνο στο Ιντλίμπ, αλλά και ανατολικά του ποταμού Ευφράτη, όπου υποτίθεται πως πέτυχαν σε πρώτη φάση την έναρξη εφαρμογής συμφωνίας με τις ΗΠΑ για την απομάκρυνση Κούρδων μαχητών των δυνάμεων SDF. Οι πρόσφατες παραιτήσεις πέντε Τούρκων στρατηγών από πόστα που σχετίζονται με τις επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία, αντανακλούν προβλήματα που δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα.

Κομβόι περίπου 30 οχημάτων και αρμάτων μάχης του τουρκικού στρατού που, σύμφωνα με καταγγελίες Σύρων αξιωματούχων, επιχειρούσε να εξοπλίσει και να στηρίξει με νέες δυνάμεις μισθοφόρων τους τζιχαντιστές της «Αλ Κάιντα», που είχαν ηττηθεί στο Χαν Σεϊχούν, δέχθηκε τα πυρά μαχητικού αεροσκάφους ανεπιβεβαίωτης ταυτότητας, που σύμφωνα με κάποιες πηγές ενδέχεται να ήταν ρωσικό. Παράλληλα, δυνάμεις του συριακού στρατού έριξαν προειδοποιητικά πυρά σε τουρκικό «παρατηρητήριο» κοντά στην πόλη Μόρεκ, όπου είχαν καταφύγει τζιχαντιστές της «Αλ Κάιντα» μαζί με τις οικογένειές τους, επειδή αρνούνταν να παραδώσουν τα όπλα. Το «μήνυμα» αυτών των επεισοδίων ήταν σαφές, κάνοντας τον Ιμπραχίμ Καλίν, εκπρόσωπο του Ερντογάν, να δηλώσει πως η Τουρκία δεν σχεδιάζει επί του παρόντος να μεταφέρει κάποιο από τα 12 παρατηρητήρια που έστησε πέρσι μετά τη ρωσο-τουρκική συμφωνία στο Σότσι για «εκεχειρία» στο Ιντλίμπ.

Οι εξελίξεις αυτές, που προκαλούν μοιραία ρωγμές στη συνεργασία Ρωσίας και Τουρκίας στη Συρία, μαζί με τις υποτιθέμενες προσπάθειες εξεύρεσης «πολιτικής λύσης» για τον τερματισμό του πολέμου, θα τεθούν στο επίκεντρο νέας τριμερούς Συνόδου Κορυφής Ρωσίας – Ιράν – Τουρκίας, που προγραμματίστηκε για τις 16 Σεπτέμβρη στην Άγκυρα.

Την επιβεβαίωση τριβών και διαφωνιών αλλά και συγκλινόντων συμφερόντων, πέρα από το γενικότερο θετικό κλίμα στις διμερείς σχέσεις, φαίνεται πως επισφράγισε η συνάντηση Πούτιν και Ερντογάν, οι οποίοι δεν τα βρήκαν, όπως αναμενόταν, στο θέμα συνέχισης των επιχειρήσεων του συριακού στρατού κατά τζιχαντιστών και άλλων ένοπλων ομάδων αντικαθεστωτικών στο Ιντλίμπ και την ευρύτερη περιοχή. Τα βρήκαν, ωστόσο, αφενός στο ζήτημα περαιτέρω αύξησης των διμερών εμπορικών συναλλαγών, μεταξύ άλλων και με τη χρήση των νομισμάτων αμφοτέρων των χωρών σε βάρος του αμερικανικού δολαρίου και αφετέρου σε μελλοντικά εξοπλιστικά πακέτα, δεδομένης της επιθυμίας της Άγκυρας για την αγορά σύγχρονων ρωσικών μαχητικών και άλλων όπλων, με φόντο την αμερικανο-τουρκική κόντρα για το ζήτημα των αεροσκαφών «F-35» και τους ρωσικούς πυραύλους «S-400».

Όσον αφορά τη Συρία, ο Ερντογάν αποδοκίμασε τον συριακό στρατό, κατηγορώντας τον ότι «σκορπίζει τον θάνατο σε αμάχους από αέρος και από εδάφους, υπό το πρόσχημα της μάχης ενάντια στην τρομοκρατία». Ο Πούτιν τού απάντησε ότι δεν μπορεί η ζώνη ασφαλείας στο Ιντλίμπ και αλλού «να προσφέρει καταφύγιο σε ομάδες ενόπλων ή να γίνεται πλατφόρμα για την εξαπόλυση επιθέσεων σε θέσεις του συριακού και ρωσικού στρατού και της ρωσικής στρατιωτικής βάσης» στη Λατάκεια. Ωστόσο, αναγνώρισε «το νόμιμο δικαίωμα» της Τουρκίας να εξασφαλίσει τα νότια σύνορά της, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία μίας «ζώνης ασφαλείας» θα συμβάλει και «στη διατήρηση της συριακής εδαφικής ακεραιότητας».