Η απόφαση γονέων και κηδεμόνων σε κάποιο δημοτικό σχολείο της Σάμου να προκαλέσουν αποχή των μαθητών/τριών με στόχο να απομακρυνθούν τα προσφυγόπουλα από το χώρο του σχολείου, πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά και συνεχώς. Γιατί εδώ έχουμε το μικρόβιο του ρατσισμού και του μεταμφιεσμένου φασισμού να εισχωρεί στο κοινωνικό σώμα και να μολύνει πολίτες και μικρούς μαθητές. Πρόκειται για μια ανησυχητική εξέλιξη που έρχεται ως συνέχεια του «Μακεδονικού», αλλά και ρατσιστικών και ξενοφοβικών πρακτικών σε αρκετά σημεία της χώρας με αφορμή τα κύματα των προσφύγων-μεταναστών. Θα ήταν πολιτικό λάθος να εστιάσουμε την προσοχή μας «στον γείτονα» και στη συγκεκριμένη περίπτωση στους γονείς των γηγενών μαθητών. Θα ήταν όμως -μικρότερο- λάθος να προσπεράσουμε το ζήτημα και να αγιοποιήσουμε ό,τι προέρχεται από τον λαό.
Οι μεγάλες μάζες του γερμανικού λαού ψήφισαν, ανέχτηκαν και στήριξαν τον ναζιφασισμό. Οι κομμουνιστές στράφηκαν ενάντια στο καθεστώς του Χίτλερ, υποδείχνοντας ταυτόχρονα (σαν τριτεύουσα αντιπαράθεση) ότι το χρέος των Γερμανών εργαζομένων είναι να αντισταθούν στον φασισμό και να ενταχθούν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωσή μας. Οι στρατιές των προσφύγων-μεταναστών γεννιούνται από τα εγκλήματα των ιμπεριαλιστών στις φτωχές χώρες της Μ. Ανατολής και της Αφρικής. Δημιουργούνται από τον πόλεμο και τη στυγνή εκμετάλλευση των λαών και του φυσικού περιβάλλοντος. Η φτώχεια, η πορνεία, οι θάνατοι στα σύνορα και στη θάλασσα είναι παράγωγο ενός βάρβαρου σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος. Αυτό όμως το σύστημα, έχοντας στα χέρια του τα ΜΜΕ, μολύνει με τοξική προπαγάνδα τα μυαλά των ανθρώπων. Όπως τώρα στη Σάμο.
Λέμε πολλές φορές ότι είναι καλύτερο να βλέπουμε τα παιδιά όλου του κόσμου από τον κόσμο ενός παιδιού. Το να ξεφύγει κάποιος από τον στενό, μικρό και εγωιστικό κύκλο και να δει τα πράγματα ευρύτερα, βαθύτερα και καθαρότερα είναι αυτό που μεταφέρει τον άνθρωπο από τον εγωισμό στο σύνολο, από το μοναχικό στο κοινωνικό πεδίο, από τη φυλακή του στο ξέφωτο. Οι κυρίαρχες «λογικές», πολιτικές και πρακτικές, θέλουν να σπείρουν το φόβο και ύστερα να τον διαχειριστούν και να πισωγυρίσουν τον άνθρωπο-πολίτη στο επίπεδο του ζώου. Να τον κάνουν να συμπεριφέρεται με τα πρωτόγονα ένστικτά του και να βλέπει τον διπλανό του ως «homo hominis lupus» (ο άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο). Είναι απόλυτα προφανές ότι θα χρειαστεί πολλή δουλειά, κόπος και μόχθος για να πεισθούν οι γονείς στη Σάμο, οι εργάτες στον Πειραιά, οι μικροϊδιοκτήτες στη Μανωλάδα και την Επανωμή ότι οι πρόσφυγες έχουν προβλήματα, δεν είναι οι ίδιοι πρόβλημα. Θα πρέπει να πεισθούν οι γονείς – μαθητές ότι ο εχθρός είναι κοινός και δεν έχει σχέση με το χρώμα (του δέρματος) αλλά με το χρήμα.
Είναι εξόχως αρνητικό ότι χρησιμοποιήθηκαν μικροί μαθητές σαν εμπροσθοφυλακή της ρατσιστικής ανοησίας. Είναι όμως πολύ ενθαρρυντικό ότι οι εκπαιδευτικοί της Σάμου, μέσω του Σωματείου τους (ΕΛΜΕ) ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας, στάθηκαν αλληλέγγυοι στους απόκληρους και, αντί να κοιτούν το δάκτυλο, «έδειξαν στο φεγγάρι». Χρειάζεται πολλή δουλειά μέσα και έξω από τα σχολεία. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ησυχάζει όταν ένα παιδί δεν έχει στέγη, φαγητό, παιχνίδια και βιβλία.
Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να θυμηθούμε τον τίτλο του έργου του Αμερικάνου συγγραφέα, Άρθουρ Μίλερ, «Ήταν όλα τους παιδιά μας».