Δεν είναι η πρώτη φορά που η παράταξη η οποία έχει τον πρόεδρο και κυβερνά τις ΗΠΑ χάνει στις ενδιάμεσες εκλογές την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ακόμη και στη Γερουσία. Όμως τώρα αυτή η εξέλιξη έρχεται να διευρύνει το ρήγμα στο αμερικάνικο πολιτικό σύστημα, ανάμεσα στο Δημοκρατικό και Ρεπουμπλικανικό κόμμα που ξεκίνησε με την εκλογή Τράμπ το 2016, οξύνθηκε με την εκλογή Μπάιντεν το 2020 και την αμφισβήτησή της από τον Τραμπ, οδηγώντας στα πρωτοφανή επεισόδια στο Καπιτώλιο το Γενάρη 2021. Τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών άναψαν, όπως φαίνεται, το πράσινο φως για την υποψηφιότητα ξανά του Τραμπ για την προεδρία, γεγονός που θα πυροδοτήσει ακόμη μεγαλύτερες εσωτερικές αντιπαραθέσεις στις ΗΠΑ στο διάστημα μέχρι τις προεδρικές εκλογές το 2024, αλλά και στη συνέχεια, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση στην οποία αναφέρονται κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, «σήμερα το 43% των αμερικανών θεωρούν πιθανό μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια να γίνει εμφύλιος πόλεμος». Αυτό, όπως γράφουν τα ίδια μέσα, «πριν από δέκα χρόνια θα έμοιαζε ξεκαρδιστική ανοησία». Όσο κι αν φαντάζει μια τέτοια προοπτική υπερβολική έως εξωπραγματική, που σκοπό έχει ακριβώς να βάλει φρένο και να αποτρέψει μια τέτοια «εμφυλιοπολεμική» εξέλιξη, το βέβαιο είναι πως ο διχασμός που υπάρχει στις ΗΠΑ τα τελευταία 5-10 χρόνια, τόσο στη βάση της κοινωνίας, όσο και στις πολιτικές κορυφές, είναι χωρίς προηγούμενο τις τελευταίες δεκαετίες. Και η αιτία των σφοδρών εσωτερικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων πρέπει να αναζητηθεί στα μεγάλα προβλήματα και αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, στην εξασθένηση των θέσεών τους, στην προοπτική απώλειας της ηγεμονιστικής τους θέσης στην παγκόσμια σκηνή, που κάνει τη στρατηγική τους να δοκιμάζεται και να βρίσκεται σε κρίση. Αυτό το ζήτημα απασχολεί πρωταρχικά τα πολιτικά και στρατιωτικά επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο οποίο αναφέρονται και επανέρχονται διαρκώς. Γιατί σε μια περίοδο που βυθίζονται οι ΗΠΑ στην κρίση, στην παρακμή και την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων, ο βασικός τους αντίπαλος για την παγκόσμια ηγεμονία, η Κίνα, όπως έδειξε και το τελευταίο συνέδριο του ρεβιζιονιστικού ΚΚΚίνας πριν ένα μήνα, προβάλλει σαν η νέα ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη, συσπειρωμένη κάτω από μια ισχυρή ηγεσία που αλλάζει τις παγκόσμιες ισορροπίες και τους συσχετισμούς.

Η νέα παγκόσμια κατάσταση που διαμορφώνεται με την απότομη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ύστερα μάλιστα και από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποτυπώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν ένα μήνα καθώς και στην Εθνική Αμυντική Στρατηγική των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά. Σε αυτά τα κείμενα, που προσδιορίζεται και αναλύεται ο παγκόσμιος πολιτικός και στρατιωτικός προσανατολισμός του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η επιθετική πολιτική που απορρέει από αυτόν, υπογραμμίζεται: «Η Ρωσία και η ΛΔΚίνας θέτουν διαφορετικές προκλήσεις. Η Ρωσία αποτελεί άμεση απειλή για το ελεύθερο και ανοιχτό διεθνές σύστημα, παραβλέποντας απερίσκεπτα τους βασικούς νόμους της διεθνούς τάξης σήμερα, όπως έδειξε ο βάναυσος επιθετικός της πόλεμος κατά της Ουκρανίας. Η ΛΔΚ, αντίθετα, είναι ο μόνος ανταγωνιστής με την πρόθεση να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη και έχει την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη για να το κάνει…».

Προσδιορίζοντας πιο συγκεκριμένα τα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού τους βασικούς στόχους των ΗΠΑ απέναντι στους ανταγωνιστές τους στην παγκόσμια σκηνή, την περίοδο που διανύουμε, αποσαφηνίζουν στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας:
«… Το Πεκίνο έχει φιλοδοξίες να δημιουργήσει μια ενισχυμένη σφαίρα επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό και να γίνει η κορυφαία δύναμη στον κόσμο… Η ΛΔΚ επενδύοντας επίσης σε έναν στρατό που εκσυγχρονίζεται ταχέως, είναι ολοένα και πιο ικανός στον Ινδο-Ειρηνικό και αυξάνεται σε ισχύ και διευρύνεται παγκοσμίως -όλα αυτά επιδιώκοντας να υπονομεύσουν τις συμμαχίες των ΗΠΑ στην περιοχή και σε όλο τον κόσμο».

Και αφού επαναλαμβάνονται όλα αυτά με μεγαλύτερη έμφαση στην Εθνική Αμυντική Στρατηγική, αναλαμβάνουν τόσο ο υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, όσο και ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοίκησης των ΗΠΑ, Τσαρλς Ρίτσαρντ να αποσαφηνίσουν το στρατιωτικό δόγμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και να στείλουν τα κατάλληλα μηνύματα τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και διεθνώς.

«Η Κίνα συνιστά θεμελιώδη κίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες, ενώ η Ρωσία αποτελεί μια έντονη απειλή. Το Πεκίνο είναι ο μοναδικός ανταγωνιστής που έχει ταυτόχρονα την πρόθεση να τροποποιήσει την παγκόσμια τάξη και, ολοένα και περισσότερο, τα μέσα για να το κάνει» υπογράμμισε ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν παρουσιάζοντας αυτή τη νέα στρατηγική. «Σε αντίθεση με την Κίνα, η Ρωσία δεν συνιστά συστημική απειλή για τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. Αλλά είναι μια άμεση και έντονη απειλή για τα συμφέροντα και τις αξίες μας», πρόσθεσε.

Ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοίκησης, Ρίτσαρντ, σε βαρυσήμαντη ομιλία του που έδωσε στη δημοσιότητα το αμερικάνικο πεντάγωνο ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αυτή η κρίση στην Ουκρανία στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή είναι απλώς η προθέρμανση. Η μεγάλη έρχεται. Και δεν πρόκειται να περάσει πολύς χρόνος μέχρι να δοκιμαστούμε με τρόπους που δεν έχουμε δοκιμαστεί εδώ και πολύ καιρό». Για να γίνει ακόμη πιο συγκεκριμένος σε ό,τι αφορά τη «μεγάλη κρίση που έρχεται», υπογράμμισε στην ομιλία του: «Καθώς αξιολογώ το επίπεδο αποτροπής μας έναντι της Κίνας, το πλοίο βυθίζεται σιγά σιγά. Βυθίζεται αργά, αλλά βυθίζεται, καθώς ουσιαστικά βάζουν την ικανότητα στο πεδίο πιο γρήγορα από εμάς… Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) είναι η συνολική πρόκληση για τον αμυντικό σχεδιασμό των ΗΠΑ και ένας αυξανόμενος παράγοντας για την αξιολόγηση της πυρηνικής μας αποτρεπτικής δύναμης. Η ΛΔΚ έχει ξεκινήσει μια φιλόδοξη επέκταση, εκσυγχρονισμό και διαφοροποίηση των πυρηνικών της δυνάμεων και δημιούργησε μια εκκολαπτόμενη πυρηνική τριάδα».

Όσο κι αν διογκώνουν σκόπιμα τα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού την απειλή και τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν για τα συμφέροντά τους η Κίνα και η Ρωσία, ακριβώς για να κινητοποιήσουν εσωτερικά τις δυνάμεις τους και να επιδοθούν σε νέες κούρσες εξοπλισμών προκειμένου να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία που εξασφάλισαν τη δεκαετία του ’90 ύστερα από την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ταυτόχρονα είναι φανερό πως αυτές οι εκτιμήσεις τους απηχούν και αποτυπώνουν τη νέα πραγματικότητα και τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων, το σημείο καμπής και υποχώρησης στο οποίο βρίσκονται οι ΗΠΑ. Τα μηνύματα που περιέχουν αυτές οι εκτιμήσεις απευθύνονται και προς τους συμμάχους των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο, για να τους πουν ότι η Κίνα και η Ρωσία αποτελούν θανάσιμη απειλή για τα συμφέροντά τους και να τους συσπειρώσουν σε μια αντικινέζικη και αντιρωσική συμμαχία. Έτσι με την εξαπόλυση συγκαλυμμένων απειλών και τη δραστήρια προετοιμασία για πόλεμο, τα αμερικάνικα επιτελεία μέσα από τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας επιδιώκουν να εξαναγκάσουν τους συμμάχους τους στην Ευρώπη και την Ασία να ευθυγραμμιστούν μαζί τους σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προλαβαίνοντας διαφοροποιήσεις και ρήγματα που διαφαίνονται. Και αυτό φάνηκε τις τελευταίες μέρες που έπεσαν σύσσωμοι πάνω στον γερμανό καγκελάριο Σόλτς για να καταδικάσουν την επίσκεψή του στο Πεκίνο. Μια ολόκληρη συγχορδία στήθηκε μέσα κι έξω από τη Γερμανία που καταδίκασε με σφοδρότητα την επίσκεψη και προπαγάνδιζε την τεράστια απειλή που αντιπροσωπεύει η Κίνα για τη Δύση. Για να δείξει μάλιστα ποιο είναι το μέγεθος αυτής της απειλής, ο επικεφαλής των εσωτερικών υπηρεσιών πληροφοριών της Γερμανίας Τόμας Χάλντελβανγκ δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αν η Ρωσία είναι μια καταιγίδα, η Κίνα είναι ολόκληρη η κλιματική αλλαγή».

Απέναντι σε όλο αυτό τον προπαγανδιστικό καταιγισμό, τις απειλές και τις προετοιμασίες πολέμου της Δύσης, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, δεν θα μπορούσαν να μην απαντήσουν οι κινέζοι. Η απάντηση ήρθε από τον ίδιο τον Σι Τζιπίνγκ, ο οποίος αφού έβαλε τη στρατιωτική του στολή, δήλωσε χωρίς περιστροφές, την περασμένη Τρίτη: «Η Κίνα θα επικεντρωθεί στην προετοιμασία για πόλεμο».
Όλοι καταλαβαίνουν το μέγεθος των πολεμικών απειλών που εκτοξεύονται και τον κίνδυνο που διατρέχει η παγκόσμια ειρήνη.