Πανδημία και ανεργία, ενεργειακή κρίση και ανατιμήσεις, κερδοσκοπία και πληθωρισμός: Με τρία απλά βήματα οι εργαζόμενοι, εν όψει θερινών διακοπών, βρέθηκαν στο απόλυτο αδιέξοδο. Το δικαίωμα στην ξεκούραση, στις διακοπές και την αναψυχή γίνεται πλέον για τους περισσότερους ευσεβής πόθος.

Μετά από δυόμισι σχεδόν χρόνια πανδημίας, η ανεργία καλά κρατεί, ιδιαίτερα στους νέους: Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της EUROSTAT, η χώρα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό στην ανεργία των νέων στην ΕΕ, με ποσοστό 38,8% (Απρίλιος 2022). Για όσους πάλι εργάζονται, οι συνθήκες γίνονται όλο και πιο σκληρές: Ελαστικά ωράρια, εντατικοποίηση, καταπάτηση αδειών και επιβάρυνση λειτουργικών εξόδων λόγω τηλεργασίας και, το κυριότερο, παγωμένοι μισθοί και ατομικές συμβάσεις εργασίας.

Ταυτόχρονα, οι τριψήφιες αυξήσεις στην ενέργεια και η κερδοσκοπία έχουν οδηγήσει σε συνεχείς ανατιμήσεις χωρίς πλαφόν και χωρίς κρατικό έλεγχο: Όλο αυτό το διάστημα, οι εργαζόμενοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται δραματικά και το εισόδημά τους να εξανεμίζεται τις πρώτες κιόλας μέρες του μήνα. Ειδικά εν μέσω καλοκαιριού, τα λαϊκά στρώματα έρχονται αντιμέτωπα με νέες στερήσεις: Η λειτουργία των κλιματιστικών, τα μεταφορικά και τα ναύλα, η διαμονή σε ένα ποιοτικό κατάλυμα, η ξαπλώστρα και η ομπρέλα, το φαγητό σε ένα εστιατόριο, η πρόσβαση σε δομές πολιτισμού και φυσικού κάλλους, δηλαδή οι διακοπές, φαντάζουν είδος πολυτελείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια αυξήθηκαν 4 φορές από τον περασμένο Αύγουστο, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις να ξεπερνούν το 45%, γεμίζοντας έτσι τις τσέπες των εφοπλιστών και συγχρόνως κάνοντας το ταξίδι μιας οικογένειας στα ελληνικά νησιά να μοιάζει με άπιαστο όνειρο! Οι έρευνες δείχνουν ότι 1 στους 2 Έλληνες δεν θα πάει διακοπές (έρευνα Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος), ενώ όσοι πάνε θα το κάνουν για λιγότερες μέρες. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα κατέχει την 3η υψηλότερη θέση στους εργαζόμενους που δεν αντέχουν οικονομικά τις διακοπές μιας εβδομάδας παρά την εργασία τους, σύμφωνα με έρευνα της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC).

Τι κάνει η κυβέρνηση μπροστά σ’ αυτήν τη μαύρη πραγματικότητα; Διαφημίζει επιδοτούμενα προγράμματα! Ο «Κοινωνικός Τουρισμός» και ο «Τουρισμός για όλους» υποτίθεται ότι “φέρνουν το καλοκαίρι” στις ζωές των πολιτών. Στην πραγματικότητα, το ένα πρόγραμμα αφορά μόλις 300.000 δικαιούχους και το δεύτερο άλλους 200.000, με συνολικό κόστος και για τα 2 προγράμματα μόλις 65 εκατ. ευρώ (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το κονδύλι μόνο για τον Κοινωνικό Τουρισμό το 2011 ήταν 62,5 εκατ. ευρώ). Στην πράξη, τα προγράμματα αυτά απαιτούν οικονομική συμμετοχή των εργαζομένων, καθώς δίνουν ένα ελάχιστο ποσό (μόλις 150 ευρώ σε 200.000 δικαιούχους που θα αναδειχθούν με ηλεκτρονική κλήρωση και αποκλειστικά για τη διαμονή τους σε ξενοδοχεία και δωμάτια), ενώ “σπρώχνουν” υποχρεωτικά τους εργαζόμενους να κάνουν διακοπές σε λιγότερο δημοφιλή μέρη και εκτός σεζόν… Συνεπώς, είναι προγράμματα που αρκούν για να θολώσουν τα νερά και, φυσικά, δεν καλύπτουν επ’ ουδενί τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δίνει «γη και ύδωρ» σε μια χούφτα επιχειρηματίες: Τους παραχωρεί εκτάσεις, παραλίες, θάλασσες και τους δίνει το πράσινο φως να κερδοσκοπήσουν. Για τους δε εφοπλιστές επιφυλάσσει κάθε χρόνο γενναίες επιδοτήσεις άγονης γραμμής, πετρελαίου κτλ. Ο τουρισμός γίνεται με τις ευλογίες της εμπορεύσιμο προϊόν και όχι λαϊκό δικαίωμα.

Έτσι, ο τουρισμός, η δήθεν “βαριά βιομηχανία” της χώρας, η “ατμομηχανή της οικονομίας”, ο τομέας των ρεκόρ αφίξεων και κερδοφορίας (αναμένονται εισπράξεις 20 δισ. για το 2022, μεγαλύτερες από το 2019), ο τουρισμός που ευημερεί και πλουτίζει με όχημα το ελληνικό καλοκαίρι είναι τελικά για λίγους, για τους εργοδότες, τις επιχειρήσεις και τους tour operators, τους εφοπλιστές, και απευθύνεται στους άλλους, τους ξένους, τους πλούσιους, τους έχοντες και κατέχοντες. Τουρισμός για λίγους λοιπόν, διακοπές για όλο και λιγότερους!