Διαβάζουμε για τη φοιτητική διαδήλωση της Τετάρτης 10/2 στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, πολιτικό όργανο του ΝΑΡ, στο φύλλο της Κυριακής 14/2, «…Μπροστά στη Βουλή οι διαδηλωτές δέχτηκαν τα χημικά και τα κλομπ των ΜΑΤ, όταν προσπάθησαν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό…». Αυτή η φράση αποτελεί απόπειρα συγκάλυψης της τυχοδιωκτικής και ζημιογόνας τακτικής των ΕΑΑΚ, που δίνει άλλοθι στην κρατική καταστολή και εκπορεύεται από τη λεγόμενη «λογική των συγκρούσεων». Την Τετάρτη 10/2, λοιπόν, τα ΕΑΑΚ αποφάσισαν να συγκρουστούν με τις αστυνομικές δυνάμεις που βρίσκονταν αρκετά μέτρα μακριά από τους διαδηλωτές, μπροστά από το κτήριο της Βουλής.

Αυτό το γεγονός εκμεταλλεύτηκαν τα συστημικά ΜΜΕ για να λοιδορήσουν τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και τους συλλόγους, επενδύοντας στη ρητορική περί «ανομίας και βίας της αριστεράς», όπως εκπορεύεται από την κυβέρνηση για να δικαιολογήσει την αντιδημοκρατική παρέμβασή της στις σχολές και τους φοιτητικούς συλλόγους.

Δεν έχουμε καμία αυταπάτη πως, κι αν δεν υπήρχαν συγκρούσεις και επεισόδια, οι αστυνομικές δυνάμεις θα χρησιμοποιούσαν βίαια μέσα για να καταστείλουν τους αγώνες του λαού και της νεολαίας, όπως έχουν κάνει επανειλημμένα. Άλλο τόσο όμως γνωρίζουμε ότι το να προσφέρεις απλόχερα τις αφορμές για να γίνει αυτό μια χαρά βολεύει και εξυπηρετεί την κυβερνητική πολιτική, που αξιοποιεί αυτές τις πρακτικές προκειμένου να εξαπολυθεί -«αιτιολογημένα» στα μυαλά ενός κόσμου- η κρατική βία και καταστολή και από την άλλη να τρομοκρατήσει ένα κομμάτι κόσμου και να το εμποδίσει να κατέβει στο δρόμο.

Σύμφωνα με τη «λογική των συγκρούσεων» που υπερασπίζονται οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ, οι οργανωτικού τύπου αντιπαραθέσεις με τις δυνάμεις της αστυνομίας «μαχητικοποιούν-ριζοσπαστικοποιούν» το κίνημα και όσους συμμετέχουν σε αυτό, ενώ δημιουργούν «πολιτικό γεγονός». Ως «πολιτικό γεγονός» υπονοείται εδώ το θέαμα, για το οποίο διψάνε τα κανάλια και τα ειδησεογραφικά δελτία τους, εστιάζοντας στις ψευτοσυγκρούσεις, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα τη μαζική κάθοδο λαού και νεολαίας στο δρόμο. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους οι ψευτοσυγκρούσεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από έκφραση της μικροαστικής υπερεπαναστικότητας και ανυπομονησίας των ΕΑΑΚ, στοιχεία συνυφασμένα με την πολιτική τους φυσιογνωμία.

Στην πραγματικότητα, αν εξετάσουμε την ιστορία του φοιτητικού και ευρύτερου λαϊκού κινήματος, δεν προκύπτει κανένα συμπέρασμα υπέρ της «λογικής των συγκρούσεων». Στον αντίποδα, η δημιουργία προφάσεων για την εξαπόλυση της κρατικής βίας εξυπηρετεί το στόχο των κατασταλτικών μέτρων: την τρομοκράτηση και υποχώρηση από τις κινητοποιήσεις μιας μεγάλης μάζας φοιτητών που έχουν τη διάθεση να διαδηλώσουν ειρηνικά, αλλά δεν είναι προετοιμασμένοι και πρόθυμοι να τα βάλουν με την οργανωμένη αστυνομική βία των κλομπ και των δακρυγόνων.

Αντίθετα, οι αστυνομικές απαγορεύσεις -που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα περιόριζαν τις συγκεντρώσεις μέσα στις πλατείες, τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις της χώρας- δεν έσπασαν με κάποιου είδους «σύγκρουση», που δοκιμάστηκε ως συνήθως από τις δυνάμεις των ΕΑΑΚ, αλλά όταν οι διαδηλωτές γίνανε χιλιάδες και παράκαμψαν τις αστυνομικές δυνάμεις, κατακτώντας στην πράξη το αναφαίρετο δικαίωμα στη διαδήλωση.

Αυτές οι τυχοδιωκτικές ενέργειες δεν υπολογίζουν τις διαθέσεις των μαζών, ούτε στηρίζονται σε αποφάσεις των φοιτητών, αλλά στη βούληση των μερικών δεκάδων που συγκροτούν τις μπροστινές αλυσίδες των μπλοκ των ΕΑΑΚ και καπελώνουν όλους τους υπόλοιπους.

Αν οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ είχαν πράγματι εμπιστοσύνη στη δυνατότητά τους να πείσουν τους φοιτητές για την «αναγκαιότητα της σύγκρουσης», τότε θα συζητούσαν το ζήτημα ανοιχτά στις γενικές συνελεύσεις, πράγμα που αποφεύγουν σε τέτοιο βαθμό, που οι λεγόμενες «συγκρούσεις» δεν τίθενται ως κατεύθυνση ούτε στα πολυσέλιδα πλαίσια των ΕΑΑΚ. Ταυτόχρονα οι «συγκρούσεις», αν και αποτελούν πάγια επιδίωξη των ΕΑΑΚ, παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα μιας «εκτίμησης της στιγμής», που φυσικά δεν εξουσιοδοτήθηκε ποτέ κανείς να κάνει στο όνομα οποιουδήποτε συλλόγου.

Οι διαδηλώσεις δεν αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο λαό και την αστυνομία, όπως επιχειρεί να τις μετατρέψει με τα συνθήματα και τη στάση του ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος, με τη μυωπική λογική του οποίου επικοινωνούν τα ΕΑΑΚ. Οι διαδηλώσεις έχουν απέναντί τους τις κυβερνητικές πολιτικές, των οποίων η κατασταλτική βία δεν αποτελεί παρά μέσο επιβολής.

Ο μόνος τρόπος να ανατραπούν οι αντιλαϊκές πολιτικές είναι η μαζικοποίηση των αγώνων, την οποία υπονομεύουν οι πρακτικές των «συγκρούσεων».

Όταν το κίνημα είναι πραγματικά μαζικό και στοχοπροσηλωμένο, απαλλαγμένο από τις ρεφορμιστικές αυταπάτες τις οποίες συγκαλύπτει η συγκρουσιομανία, τότε μπορεί να αντισταθεί και να αποκρούσει και την κρατική τρομοκρατία, χωρίς την ανάγκη καμιάς αυτόκλητης πρωτοπορίας, όπως έχει κάνει στο παρελθόν και θα κάνει αναπόφευκτα και στο μέλλον.