Με ιδιαίτερα “ηχηρούς” και πηχυαίους τίτλους υποδέχτηκαν τα αστικά ΜΜΕ την επίσκεψη των εκπροσώπων 30 αμερικανικών πανεπιστημίων στη χώρα μας στις αρχές Νοέμβρη, κάνοντας λόγο για “νέα σελίδα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση”, για “εκσυγχρονισμό των ελληνικών πανεπιστημίων” και άλλα αντίστοιχα, δημιουργώντας μια πλαστή εικόνα για την ακαδημαϊκή πραγματικότητα στη χώρα μας και αποκρύπτοντας έντεχνα τους πραγματικούς σκοπούς της παρουσίας των εκπροσώπων των αμερικάνικων τριτοβάθμιων ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Το “παρών” στην εναρκτήρια εκδήλωση της συνόδου «Pharos Summit 2022» στο Ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος” έδωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος σε ένα κήρυγμα υποτέλειας απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τόνισε ότι “στην Ελλάδα δεν θα βρείτε μόνο μια πολύ φιλική χώρα, αλλά και μια κυβέρνηση που θα είναι πρόθυμη να αναπτύξει περαιτέρω ιδέες που θα προκύψουν από αυτές τις ακαδημαϊκές συνεργασίες”.

Και δεν θα μπορούσε η δήλωση αυτή να περιγράψει με τον πιο κυνικό τρόπο τη δυνατότητα που δίνεται σε Αμερικάνους φοιτητές να σπουδάσουν -σε ένα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο- σε ελληνικά πανεπιστήμια με πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που απαιτούνται στις ΗΠΑ, όπου τα δίδακτρα ακόμη και για διετή προγράμματα σπουδών σε κολέγια ακουμπούν τα 50.000 δολάρια τον χρόνο! Δεν είναι, μάλιστα, καθόλου ασήμαντο το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ προχωρούν σε τέτοιες εκπαιδευτικές “συνεργασίες” με μια σειρά χώρες τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους με τα κινέζικα πανεπιστήμια και για την παρεμπόδιση της διείσδυσης των τελευταίων στις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και για να αντιμετωπίσουν το ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα του χρέους από τα φοιτητικά δάνεια στις ΗΠΑ, το οποίο πλέον ανέρχεται σε πάνω από 1,7 τρισ. (!) δολάρια, καθιστώντας τις σπουδές των Αμερικάνων φοιτητών σε πανεπιστήμια άλλων χωρών μία λίγο-πολύ αναγκαία επιλογή.

Την ίδια “προθυμία” έδειξε, βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ στις συμφωνίες για την επέκταση και αναβάθμιση των αμερικανονατοϊκών στρατιωτικών βάσεων, στις συμβάσεις με αμερικανικούς κολοσσούς για την εκμετάλλευση ολόκληρων περιοχών της χώρας, οι οποίες οδηγήθηκαν σε κανονικό ξεπούλημα και με την ίδια “προθυμία” της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα “στο καλύτερο σημείο των σχέσεών της με τις ΗΠΑ”, όπως μονότονα επαναλαμβάνουν κυβερνητικοί και κρατικοί εκπρόσωποι και στελέχη των δύο χωρών. Στην πραγματικότητα, οι νέες “συνεργασίες” των αμερικανικών πανεπιστημίων με τα δημόσια ελληνικά ΑΕΙ αποτελούν ένα ακόμη πεδίο κερδοφορίας για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό -αυτή τη φορά στον τομέα της εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, αποτελούν μία ευκαιρία για την περαιτέρω εγκατάλειψη της κρατικής χρηματοδότησης των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, στη βάση του κέρδους που θα αποφέρουν τα δίδακτρα και τα ερευνητικά προγράμματα ανάμεσα στις δύο χώρες.

Από την άλλη, η νέα αυτή σελίδα “συνεργασίας” ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί και προπομπό για την όξυνση της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, όπως επιβάλλει το λεγόμενο “αγγλοσαξωνικό μοντέλο”. Αυτό συνεπάγεται τη διόγκωση των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων, όπως προβλέπει -άλλωστε- και ο τελευταίος νόμος-πλαίσιο που ψηφίστηκε τον Ιούλιο, τη γενίκευση και αύξηση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα, τη θέσπιση διδάκτρων για πρώτη φορά και σε προπτυχιακά προγράμματα (σε πρώτη φάση για τους ξένους φοιτητές, αλλά το “κουτί της Πανδώρας” έχει πια ανοίξει και για την επέκτασή τους σε επόμενη φάση και στους Έλληνες φοιτητές), καθώς και τη μεγαλύτερη υποβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων και των πτυχίων των φοιτητών. Αυτό, βέβαια, προωθείται και μέσω της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ιδιωτικών κολεγίων, αλλά και μέσω των “διπλών” πτυχίων που θα παρέχουν από εδώ και πέρα τα ελληνικά πανεπιστήμια σε συνεργασία με τα αμερικάνικα. Αυτό σημαίνει πως πλέον καθιερώνονται τα πτυχία και οι φοιτητές πολλών ταχυτήτων, τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών και οι πτυχιούχοι χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα.
Και δεν μπορούμε, φυσικά, να παραβλέψουμε και μία ακόμη πλευρά, που αφορά στην ιμπεριαλιστική διείσδυση και στο επιστημονικό πεδίο. Ο καθορισμός των προγραμμάτων σπουδών, τα ερευνητικά προγράμματα που θα καθορίζονται με βάση τις ανάγκες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ αποτελούν μία πρωτοφανή στα μεταπολιτευτικά δεδομένα εκπαιδευτική εξάρτηση της χώρας από την ιμπεριαλιστική υπερδύναμη των ΗΠΑ. Ακόμα, η άλλη όψη της νέας αυτής εκπαιδευτικής “συνεργασίας” είναι η στελέχωση των αμερικανικών κολεγίων και πανεπιστημίων, καθώς και μεγάλων αμερικανικών πολυεθνικών και μονοπωλίων με εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό από την Ελλάδα, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με χιλιάδες νέους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό για να μπορέσουν να εργαστούν. Τέλος, η έλευση των 30 πολυδιαφημισμένων αμερικανικών πανεπιστημίων συνοδεύτηκε και από την ανακοίνωση της ίδρυσης παραρτημάτων τους στην Ελλάδα, όπως έκανε το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, ακριβώς για να διευκολυνθεί η μετανάστευση Ελλήνων επιστημόνων και πανεπιστημιακών στις ΗΠΑ.

Και στο ζήτημα αυτό, η “αντιπολίτευση” του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ βρήκαν “ταβάνι” σε μία επιδερμική ακαδημαϊκή κριτική για το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους πραγματικούς σκοπούς της παρουσίας των αμερικανικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Άλλωστε ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που με τον νόμο Γαβρόγλου προχώρησε στην περαιτέρω υποβάθμιση των πτυχίων, στην κρατική εγκατάλειψη των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις δεκάδων τμημάτων και σχολών, ανοίγοντας το δρόμο στην ιδιωτικοποίηση (και) της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της οποίας συνάπτονται τώρα οι νέες συμφωνίες και τα μνημόνια συνεργασίας ανάμεσα στα ελληνικά και τα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Αποτελεί ζητούμενο για το φοιτητικό κίνημα και την αγωνιζόμενη ακαδημαϊκή κοινότητα να βάλουν φραγμό στην αντιεκπαιδευτική πολιτική των ταξικών φραγμών και της διάλυσης των πτυχίων, συνδέοντας τον αγώνα αυτό με τη συνολικότερη λαϊκή αντιιμπεριαλιστική πάλη ενάντια στη μετατροπή της χώρας μας σε ένα πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό και εκπαιδευτικό προγεφύρωμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.