Στο φόντο των συνεχιζόμενων τουρκικών παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και απειλών της κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου, πυκνώνουν και οι ενδείξεις για «επώδυνο» συμβιβασμό στη βάση της Ευρωατλαντικής εντολής «βρείτε τα». Όμως τα θέματα στα οποία αναζητούνται λύσεις αφορούν αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, για τα οποία σύσσωμη η τουρκική μεγαλοαστική τάξη απαιτεί, σε πρώτη φάση, «δίκαιη μοιρασιά». Η Άγκυρα διεκδικεί περιορισμένη, μέχρι μηδενική, επήρεια των νησιών στον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, φτάνοντας μέχρι την αμφισβήτηση της ίδιας της εδαφικής κυριαρχίας των νησιών. Αντίστοιχα η Αθήνα διαχρονικά στηρίζει τις «ελπίδες», για τον περιορισμό των απωλειών, στη στήριξη των ισχυρών της «συμμάχων» και «εταίρων» επιλέγοντας, την τυφλή ευθυγράμμισή της με τις επιλογές τους, που σ’ αυτήν τη φάση επικεντρώνονται στον πόλεμο στην Ουκρανία και κατά συνέπεια στη ΝΑΤΟϊκή συνοχή. Έτσι προετοιμάζεται βαθμιαία το έδαφος για διεύρυνση της ατζέντας του ελληνοτουρκικού διαλόγου, που σηματοδοτεί νέες παραχωρήσεις για την Αθήνα.

Ταυτόχρονα καταρρέουν οι άλλοτε ισχυρές περιφερειακές τριμερείς συμμαχίες, που τάχα έβαζαν στο περιθώριο την Τουρκία. Με την εποπτεία της Ουάσιγκτον, το Ισραήλ εξομαλύνει τις σχέσεις του με την Άγκυρα και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα συνάπτουν κολοσσιαίες οικονομικές συμφωνίες με τον Ερντογάν, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται και η αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας-Αιγύπτου. Είναι ενδεικτική η ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης για τη ματαίωση της επίσκεψης στην Ελλάδα του Ισραηλινού υπουργού Άμυνας, Γκαντς, την ώρα που ανακοινώνονταν ότι λίγες μέρες αργότερα ο ίδιος θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία, όπου θα συναντηθεί με τον ομόλογό του, Ακάρ.
Ο δρόμος του διαλόγου άνοιξε με την συνάντηση (13/10) Παναγιωτόπουλου με τον ομόλογό του Υπουργό Άμυνας της Τουρκίας, Ακάρ, στο περιθώριο της Συνόδου των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Άμυνας υπογραμμίστηκε η σημασία διατήρησης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας και συναντήσεων μεταξύ των δύο πλευρών και η ανάγκη δημιουργίας κλίματος σταθερότητας στην περιοχή, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των κανόνων καλής γειτονίας.

Είναι αποκαλυπτική η πρόσφατη τοποθέτηση του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Πράις, ο οποίος σε επανειλημμένες ερωτήσεις δημοσιογράφου αν τα νησιά ανήκουν στην Ελλάδα ή την Τουρκία, αρνήθηκε να απαντήσει καταφεύγοντας στην πάγια ενθάρρυνση των «συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ να λύσουν όποιες διαφωνίες μπορεί να έχουν, διπλωματικά», καταλήγοντας ότι πρέπει «να μείνουμε επικεντρωμένοι σε αυτό που αποτελεί συλλογική απειλή για όλους μας, και αυτή είναι η επίθεση της Ρωσίας». Στην ίδια κατεύθυνση και ο νέος πρέσβης στην Ελλάδα, Τσούνις, προτρέπει: «Οι ΗΠΑ έχουν υπέροχες σχέσεις με την Ελλάδα και την Τουρκία… και τις παροτρύνουμε να καθίσουν να βρουν λύση για τις διαφορές τους, είναι προς το συμφέρον όλων». Ανάλογες θέσεις και από τον Αμερικανό πρέσβη στην Τουρκία, Φλέικ, ο οποίος μετά τις διαμαρτυρίες του τουρκικού τύπου για μεροληψία των ΗΠΑ υπέρ της Ελλάδας υποστήριξε ότι «επί του παρόντος, οι κοινές μας προσπάθειες επικεντρώνονται στον τερματισμό του βάναυσου και παράλογου πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία… Η αμυντική μας συνεργασία με την Ελλάδα ενισχύει την ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας την Ουκρανία και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο πρωταρχικός στόχος που μοιραζόμαστε με τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, Τουρκία και Ελλάδα, είναι να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα σε όλη την περιοχή». Φυσικά καμιά αναφορά για την υπεράσπιση της Ελλάδας -ούτε λόγος να γίνεται για την κατεχόμενη Κύπρο- από τις επιβουλές της γειτονικής «συμμάχου». Η ειρήνη και η ασφάλεια επικεντρώνονται στις ιμπεριαλιστικές στοχεύσεις στην Ουκρανία.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται οι πρόσφατες επισκέψεις επίσημων Αμερικανών και Ευρωπαίων εκπροσώπων στην Τουρκία. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Σάλιβαν, και ο σύμβουλος του Τούρκου Προέδρου, Καλίν, μετά από την πρόσφατη, συνάντησή τους στην Κωνσταντινούπολη είχαν και τηλεφωνική συνομιλία με κύριο θέμα την αγορά/αναβάθμιση των F-16. Ταυτόχρονα στην Τουρκία βρέθηκε και ο επίτροπος της Κομισιόν αρμόδιος για τη Διεύρυνση, Βαρχέλι, ο οποίος κάλεσε τα κράτη – μέλη της ΕΕ να κατανοήσουν πως η Τουρκία είναι «πολύ σημαντικός περιφερειακός παίκτης» και πως «πρέπει επίσης να κατανοήσουμε εσωτερικά ότι η Τουρκία είναι ένας βασικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ – το να έχουμε την Τουρκία στο πλευρό μας είναι προς το συμφέρον μας».

Αυτά τα μηνύματα δίνουν αέρα στις τουρκικές φιλοδοξίες. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χτυπούν μια στο καρφί μια στο πέταλο. Ζητούν διάλογο στα μέτρα τους απειλώντας για συνέπειες.
Ο Ακάρ επαναλαμβάνει μέσα στη βδομάδα τις κατηγορίες για στρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών κατά παράβαση Συνθηκών, προσθέτοντας ότι «ακόμα κι έτσι η Τουρκία λέει “ας βρεθούμε και ας συζητήσουμε”»…«τα προβλήματα στο Αιγαίο μπορούν να επιλυθούν μέσω αμοιβαίων διαπραγματεύσεων» καθώς «είμαστε υπέρ του να είναι το Αιγαίο θάλασσα φιλίας και δίκαιου διαμοιρασμού κάθε πλούτου», αλλά και ότι «όλοι πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν θα επιτρέψουμε ένα τετελεσμένο γεγονός». Στο ίδιο μοτίβο και ο Καλίν δηλώνει ότι «Ήμασταν πάντα υπέρ του διαλόγου και των καλών σχέσεων. Ήταν η ελληνική πλευρά που οδήγησε σε αποτυχία τις διαπραγματεύσεις. Η επικοινωνία με δανεική δύναμη είναι στρατηγικό λάθος. Η αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στα νησιά είναι αντίθετη με τις συνθήκες. Προειδοποιούμε την Ελλάδα, εάν το κάνετε αυτό, θα υπάρξουν συνέπειες…».

Δεν είναι τυχαία η στιγμή που η Τουρκία προχώρησε σε δοκιμαστική εκτόξευση του βαλλιστικού πυραύλου, «Tayfun», εγχώριας κατασκευής. Αποτελεί άλλη μια αφορμή για να προβάλει τις στρατιωτικές δυνατότητές της, τόσο προς τη Μαύρη Θάλασσα προς ενίσχυση του ρόλου της στην περιοχή, όσο και προς Δυσμάς σαν απάντηση στη «δανεική δύναμη» της δήθεν «εξοπλιστικής υπεροπλίας» της Ελλάδας.
Μπροστά στην προοπτική ενός διατεταγμένου συμβιβασμού η κυβέρνηση προετοιμάζει το έδαφος για την κοινή γνώμη. Ο Δένδιας επικαλούμενος τις «πρωτοφανείς προκλήσεις» ζητάει «εθνική ομοψυχία» και «συναίνεση» στις κυβερνητικές επιλογές, που αλυσοδένουν τον λαό και τη χώρα στο άρμα της Δύσης και ενημερώνει τους εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων για τις πρόσφατες επαφές του στο Κάιρο, στο Λονδίνο, στη Βαλέτα, και το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, επικεντρώνοντας στο πρόσφατο Τουρκολιβυκό «μνημόνιο» και προβάλλοντας το παράδειγμα της Συμφωνίας Ισραήλ και του Λιβάνου για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους σαν δήθεν «συμφωνία που ενισχύει το ελληνικό αφήγημα, καθώς έχει συμβολική σημασία για όλη την περιοχή».

Η Συμφωνία Ισραήλ Λιβάνου (αναλυτικά σε σχετικό άρθρο του Λ.Δ.) είναι όντως παράδειγμα από την ανάποδη για τη δήθεν προσέγγιση δύο εμπόλεμων χωρών. Πρόκειται για δύο συμφωνίες: μια μεταξύ Λιβάνου – ΗΠΑ και μια άλλη μεταξύ ΗΠΑ – Ισραήλ, που σφραγίζουν τον ρόλο της Ουάσιγκτον στην περιοχή και «απελευθερώνουν» τα κοιτάσματα της περιοχής στους ενεργειακούς κολοσσούς, διατηρώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για μελλοντική αναθέρμανση της έντασης.

Το κλίμα του «διαλόγου» με στόχο τη Χάγη τροφοδοτεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, που εγκαλεί την κυβέρνηση ότι δεν έχει «αποτελεσματική στρατηγική εξωτερικής πολιτικής». Είναι χαρακτηριστική και η τοποθέτηση του Τσίπρα το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Κ.Π. Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντας στο επίκεντρο αρχικά την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια νότια της Κρήτης και σε επόμενο χρόνο την έναρξη συνομιλιών για οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με όλες τις όμορες χώρες της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. «Δεν γίνεται να έχει η Τουρκία την πρωτοβουλία να υπογράφει νέα μνημόνια με τη Λιβύη, με την ανοχή των ΗΠΑ και η Ελλάδα ν’ ακολουθεί το δόγμα του πιστού και δεδομένου συμμάχου και να μην παίρνει τίποτα», σημείωσε αποδεχόμενος τον εγκλωβισμό της ελληνικής κυριαρχίας στις διαθέσεις των ΗΠΑ.

Υπερακοντίζοντας παρενέβη και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, Κοτζιάς, προβάλλοντας τη θέση: «Η Ελλάδα οφείλει άμεσα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε όλη την Κρήτη στα 12 μίλια, και όχι μόνο στη νότια, καθότι αυτήν τη στιγμή ενδιαφέρει κύρια η Ανατολική Κρήτη, ώστε με αφετηρία τις νέες γραμμές βάσης και την αιγιαλίτιδα ζώνη “να κοπεί” άμεσα στη μέση η ψευτο-ΑΟΖ Λιβύης – Τουρκίας».
Στο κλίμα της επανέναρξης του ελληνοτουρκικού «διαλόγου» πυκνώνει η αρθρογραφία για ρεαλιστικές «λύσεις» που προτρέπουν «να κατεβάσουμε λίγο τις προσδοκίες για τα 12 μίλια», κατακεραυνώνουν τις μαξιμαλιστικές προτάσεις των ανεύθυνων λαϊκιστών και ευθυγραμμιζόμενες με τις απαιτήσεις των ισχυρών δυνάμεων διατυπώνουν προβληματισμούς για συμβιβασμούς προκειμένου «Να μην πέσει η Τουρκία στην αγκαλιά του Πούτιν» ή «Να αποφασίσουμε “τι Τουρκία” θέλουμε» (άρθρα “Καθημερινής”), που προκειμένου να γίνουν πιο πειστικά για τον επικείμενο συμβιβασμό επικαλούνται την προσαρμογή στα …αμερικανικά συμφέροντα. Αναφέρονται στην επίσημη έκθεση του Λευκού Οίκου για την «εθνική στρατηγική ασφαλείας» των ΗΠΑ, όπου σημειώνεται ότι: «Θα συνεχίσουμε (οι ΗΠΑ) να εμπλεκόμαστε με την Τουρκία προκειμένου να ενισχύσουμε τους στρατηγικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και θεσμικούς δεσμούς της με τη Δύση».