Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει επιφέρει αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα και απειλεί με μια γενικευμένη αναταραχή που εκτείνεται πολύ πιο μακριά από τα σύνορα της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Ευρώπης.
Ενώ οι ΗΠΑ-Ε.Ε και αρκετές υπό την επιρροή τους χώρες έχουν καταδικάσει τη ρωσική εισβολή, σημειώνεται μία πολιτική ισορροπιών την οποία επιχειρούν να κρατήσουν οι μεγάλες αραβικές χώρες και χώρες της Μέσης Ανατολής. Για λόγους οικονομικούς, εσωτερικούς και γεωπολιτικούς αποφεύγουν να πάρουν θέση ή ακόμη και να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κυρώσεων που έχει επιβάλει η Δύση στη Ρωσία.
Η στάση αυτή δεν είναι άσχετη με τις γενικότερες εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί στον Αραβικό κόσμο τα τελευταία χρόνια, με κομβικά σημεία τη σύναψη των συμφωνιών Αβραάμ για την ομαλοποίηση των σχέσεων αραβικών χωρών με το Ισραήλ, και τη δηλωμένη επιλογή των ΗΠΑ να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους στον Ειρηνικό ωκεανό, στοχεύοντας την Κίνα, με αντίστοιχο περιορισμό της εμπλοκής τους στη Μ. Ανατολή και στον Κόλπο. Οι αραβικές χώρες μέσα σε αυτό το περιβάλλον πέραν των εσωτερικών αντιθέσεών τους, αναζητούν ισορροπίες, νέες οικονομικές συνεργασίες και συμμαχίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν και να πλασαριστούν στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται στην περιοχή. Μια σύγκρουση στην Ουκρανία η οποία θα αφήσει νικητή τις ΗΠΑ και ηττημένη τη Ρωσία εκτιμάται ότι θα έχει συνέπειες γι’ αυτή την περισσότερο αυτόνομη πορεία που θέλουν να έχουν οι αραβικές χώρες, καθώς θα έχουν απέναντί τους μια ισχυρή και παντοδύναμη παγκόσμια δύναμη, τις ΗΠΑ.

Οι χώρες της περιοχής δεν είναι υπέρ της Ρωσίας αλλά περισσότερο υπέρ ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος και για τον λόγο αυτό επέλεξαν αρχικά την τακτική της λεγόμενης «δημιουργικής ουδετερότητας». Όμως μετά από πιέσεις των ΗΠΑ τουλάχιστον στην ψηφοφορία της ΓΣ των Ηνωμένων Εθνών, όλες συντάχθηκαν με την καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι δεν κρατούν ακόμη τις αποστάσεις, αφού αντιτάχθηκαν στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, και ενισχύουν την ενεργειακή συνεργασία με Ρωσία και Κίνα.

Επίσης δεν κρύβουν την επιδίωξή τους για προώθηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν κάτι που θα οδηγούσε στη διακοπή των οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Τεχεράνης και συγχρόνως την εξασφάλιση πετρελαίου και φυσικού αερίου, που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες που προκύπτουν από την προσπάθεια περιορισμού των ρωσικών εξαγωγών. Οι χώρες του Κόλπου θα ήθελαν τη διατήρηση μιας ισχυρής Ρωσίας η οποία λειτουργεί ως αντίβαρο στο Ιράν, ενώ επίσης βλέπουν την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ελλείψει προς το παρόν άλλων εναλλακτικών, ως μοναδική ευκαιρία για να αυξήσουν τα έσοδά τους.

Τόσο η Σαουδική Αραβία, της οποίας ο πρίγκηπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν παραμένει ακόμη στη δυσμένεια των ΗΠΑ λόγω της υπόθεσης της δολοφονίας του δημοσιογράφου Κασόγκι, όσο και τα ΗΑΕ θεωρούν ότι οι ΗΠΑ δεν τους έχουν προσφέρει την αναγκαία στήριξη απέναντι στην απειλή των Χούτι στην Υεμένη και ότι οι ΗΠΑ δεν είναι συνεπείς στη δέσμευση για εγγυήσεις ασφαλείας απέναντί τους. Και φυσικά αντιμετωπίζουν με καχυποψία την κριτική στάση της Ουάσιγκτον σε θέματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων ως ένα μέσο άσκησης πίεσης, που θα μπορούσε να στραφεί ευθέως κατά των μοναρχιών.

Ειδικά τα Εμιράτα έχουν δει με καχυποψία την ενδυνάμωση των σχέσεων της Ουάσιγκτον με το Κατάρ αλλά και τη συζήτηση για τη συμφωνία με τα πυρηνικά του Ιράν. Αλλά για τα ΗΑΕ υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν προσελκύσει ρωσικά κεφάλαια και τώρα Ρώσοι ολιγάρχες αναζητούν ασφαλές καταφύγιο στο Ντουμπάι.

Το Ισραήλ που διατηρεί παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Μόσχα και τον Πούτιν, θεωρεί ως «κόκκινη γραμμή» την προσπάθεια της Ουάσιγκτον για προώθηση της Συμφωνίας με το Ιράν, αλλά πήρε και άλλα μηνύματα από τη Μόσχα. Την ημέρα που καταδίκασε το Ισραήλ την εισβολή στην Ουκρανία, η Μόσχα έσπευσε να καταδικάσει με ανακοίνωσή της την κατοχή των Υψωμάτων του Γκολάν. Επίσης, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν εξασφαλίσει τη στρατιωτική συνεργασία με τη Μόσχα που τους επιτρέπει να πραγματοποιούν επιχειρήσεις στον Συριακό εναέριο χώρο, με στόχο συνήθως ομάδες ή βάσεις των φιλοϊρανικών δυνάμεων που θεωρεί ότι αποτελούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ.

Η Αίγυπτος παρά την όλο και πιο στενή συνεργασία και στον αμυντικό τομέα με τις ΗΠΑ,- τους τελευταίους μήνες απελευθερώθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ η πώληση εξελιγμένου αμυντικού υλικού – διατηρεί παραδοσιακούς στενούς δεσμούς με τη Μόσχα και σε μια χώρα που είναι εξαρτημένη σε ό,τι αφορά την εισαγωγή των σιτηρών από τη Ρωσία από την οποία εξαρτάται και η εσωτερική κοινωνική ειρήνη, η διακριτική στάση της μη διάρρηξης των σχέσεων με τη Ρωσία αποτελεί τη μοναδική έστω και υποχρεωτική επιλογή.

Αλλά και το ίδιο το Ιράν κρατά μετρημένη στάση στο Ουκρανικό, καθώς παρά τις καλές σχέσεις η ιρανική ηγεσία είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στον Πούτιν και θεωρεί ότι τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία ώστε να υπάρξει συμφωνία για τα πυρηνικά. Αυτό θα το βγάλει από το καθεστώς της διεθνούς απομόνωσης και συγχρόνως με το ξεπάγωμα δεσμευμένων πόρων του και με τη διάθεση προσθέτων ποσοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα μπορέσει πλέον να αποκομίσει και σημαντικά οικονομικά οφέλη από την κρίση. Προκειμένου ωστόσο να υπογράψει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα με τις ΗΠΑ, απαίτησε από τους Αμερικάνους «γραπτές εγγυήσεις» ότι δεν προκείται να αλλάξουν πολιτική απέναντι στο Ιραν αν τυχόν υπάρξουν είτε αλλαγή στην ηγεσία είτε και διαφορετικοί συσχετισμοί στα άλλα όργανα εξουσίας του αμερικανικού κράτους.

Ο μεγάλος εφιάλτης για τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική είναι και οι συνέπειες της Ουκρανικής κρίσης στον επισιτιστικό τομέα, καθώς είναι πολύ πιθανές μεγάλες ελλείψεις τροφίμων και κυρίως σιτηρών. Ενδεικτικά η Αίγυπτος εισάγει από τη Ρωσία και Ουκρανία το 85% των αναγκών της σε σιτηρά. Η αύξηση στις τιμές των καυσίμων και της ενέργειας και οι ελλείψεις σε τρόφιμα δημιουργούν συνθήκες για κοινωνικές εντάσεις και εκρήξεις σε κοινωνίες που ζούν στα όρια της επιβίωσης και με υποβόσκουσες κοινωνικές αντιθέσεις.

Υπάρχει λοιπόν ένα πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών παραγόντων, που εδράζεται στην αυξημένη επιρροή της Ρωσίας σε πολλούς τομείς, στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής , του Κόλπου και της Βόρειας Αφρικής, που δρούν ως αντίβαρο στη μονοπωλιακή σχεδόν σχέση του παρελθόντος μιάς σειράς χωρών με τις ΗΠΑ. Ακόμη και τώρα που η Δύση έχει εξαπολύσει έναν γενικευμένο οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας και ασκεί ισχυρές πιέσεις γιά γενική ευθυγράμμιση με την πολιτική της, πολλές χώρες κρατάνε αποστάσεις, γιατί βλέπουν πως η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται επιβάλλει μία τέτοια στάση.