Με αφορμή τη νέα δολοφονία του Αφροαμερικάνου Ρέισαρντ Μπρουκς από αστυνομικούς στην Ατλάντα

Η δολοφονία συνέβη, αυτή τη φορά, σε χώρο στάθμευσης της αλυσίδας εστιατορίων Wendy’s το Σάββατο που πέρασε. Ο 27χρονος Ρέισαρντ Μπρουκς φαίνεται να είχε αποκοιμηθεί στο χώρο στάθμευσης του εστιατορίου, εντός του αυτοκινήτου του. Αυτή τη φορά ήταν ένας υπνάκος που … αποδείχθηκε μοιραίο λάθος, καθώς η αστυνομία τον έβγαλε από το αυτοκίνητο και αποπειράθηκε να τον συλλάβει…για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Φοβούμενος μην έχει τη μοίρα του Φλόιντ, ο Ρέισαρντ Μπρουκς αντιστάθηκε της σύλληψης και αποπειράθηκε να διαφύγει. Πλέον είναι και αυτός νεκρός πυροβολημένος πισώπλατα.

Οι διαδηλώσεις οργής που ξέσπασαν οδήγησαν τόσο στην πυρπόληση του εστιατορίου, όσο και στην παραίτηση της αρχηγού της αστυνομίας της Ατλάντα Ερίκα Σιλντς, καθώς και στην απόταξη του φονιά αστυνομικού Γκάρετ Ρολφ. Υπό τον φόβο μιας νέας ανεξέλεγκτης αναζωπύρωσης της ήδη τεταμένης κατάστασης οι εισαγγελικές αρχές της κομητείας Φούλτον ανακοίνωσαν ότι διενεργούν “ανεξάρτητη εντατική έρευνα για το συμβάν”. Η νέα δολοφονία έπεσε και κοντά στην επέτειο του θανάτου του 18χρονου Κέντρικ Τζόνσον το 2013, Αφροαμερικάνου μαθητή λυκείου, η οποία παρουσιάστηκε τότε σαν ατύχημα, κάτι που η τοπική κοινωνία δεν αποδέχθηκε ποτέ. Οι κινητοποιήσεις στην Ατλάντα απαιτούν φρένο στην ανεξέλεγκτη καταστολή, με αφορμή τη δολοφονία του Μπρουκς και υπενθυμίζοντας την περίπτωση του Κέντρικ Τζόνσον.

Το προηγούμενο κύμα κινητοποιήσεων, με αφορμή τη δολοφονία του Αφροαμερικάνου Τζορτζ Φλόιντ , κορυφώθηκε με μεγάλη διαδήλωση τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων στην Ουάσιγκτον την 6η Ιουνίου. Εντυπωσιακές σε συμμετοχή και παλμό υπήρξαν και οι κινητοποιήσεις στο Ώστιν του Τέξας, που θεωρείται κατά τα άλλα κάστρο του συντηρητισμού. Παράλληλα μεγάλες διαδηλώσεις συμπαράστασης έχουν διοργανωθεί ενδεικτικά σε Βρετανία, Γαλλία και Αυστραλία. Οι κινητοποιήσεις αν και μαζικές, φαίνεται να είναι ως επί το πλείστον αυθόρμητες με το κίνημα Black Lives Matter να αποτελεί οργανωμένο κέντρο μέσα σε αυτές.

Έχει γραφτεί ορθώς, ότι η δολοφονία του Φλόιντ υπήρξε σε κάποιο βαθμό η αφορμή για το ξέσπασμα της πρωτοφανούς πανεθνικής εξέγερσης των προηγούμενων ημερών, με το πλήθος των μαζικών διαδηλώσεων και ότι στην πραγματικότητα οι βαθύτερες αιτίες βρίσκονται στα συσσωρευμένα προβλήματα των λαϊκών μαζών των ΗΠΑ, που οξύνθηκαν απότομα και από την πανδημία. Αυτό όμως δεν πρέπει να οδηγήσει σε υποτίμηση του ζητήματος του ρατσισμού, που φαίνεται να είναι αγιάτρευτη πληγή για την κοινωνία αυτή. Μερικοί από τους ελιγμούς και τις υπαναχωρήσεις εκ μέρους του κράτους των ΗΠΑ είναι δηλωτικοί. Για παράδειγμα, υπό το βάρος της κατάστασης το αμερικάνικο ναυτικό αποφάσισε να μη χρησιμοποιεί πλέον τη σημαία… της Συνομοσπονδίας, δηλαδή του ρατσιστικού Νότου. Άλλωστε, οι αρχές σε διάφορες πόλεις έχουν αναγκαστεί να αποσύρουν αγάλματα διάφορων φυσιογνωμιών προηγούμενων αιώνων, που βαρύνονται με εγκλήματα εις βάρος έγχρωμων ή και γηγενών και εκπροσωπούν τη ρατσιστική πολιτική πάνω στην οποία εδραιώθηκε το κράτος των ΗΠΑ. Και όμως, ακόμη και στην μετά Ομπάμα εποχή, συνεχίζουν να τιμώνται με αυτόν τον τρόπο από τις αρχές, και μόνο λόγω των κινητοποιήσεων αποσύρθηκαν τα σχετικά μνημεία. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε η απομάκρυνση του αγάλματος του στρατηγού Ρόμπερτ Λη, στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.

Αυτές οι εξελίξεις φαίνεται ότι διεγείρουν το… κοινό του Τραμπ, για τους οποίους είναι αδιανόητο οι μειονότητες των Αφροαμερικάνων, Λατίνων και γηγενών να επιβάλουν το ξήλωμα των μνημείων της κουλτούρας τους. Στις 14 του Ιούνη στο Μαϊάμι, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ αντιρατσιστικής διαδήλωσης και οπαδών του Τραμπ…που μετά το αρχικό σοκ αρχίζουν και ξεμυτίζουν… Στο Νέο Μεξικό υπήρξε περιστατικό πυροβολισμού διαδηλωτή από ακροδεξιά πολιτοφυλακή κατά τη διάρκεια κινητοποίησης για την απομάκρυνση ενός αγάλματος ενός Ισπανού κατακτητή. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η δολοφονία της 18χρονης Αφροαμερικανής Νάκια Κρόφορντ από αγνώστους την περασμένη Κυριακή στο Άκρον του Οχάιο, ενώ μετέφερε με το αυτοκίνητο τη γιαγιά της.

Παράλληλα, η Μινεάπολις αποφάσισε την πλήρη αναμόρφωση της αστυνομίας της, διαλύοντας την υπάρχουσα και αντικαθιστώντας τη με ένα δημόσιο σύστημα ασφάλειας που θα διοικείται από την κοινότητα, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Όσον αφορά τον Τραμπ… στις 16 Ιουνίου έγινε γνωστό ότι υπέγραψε διάταγμα που απαγορεύει το “κεφαλοκλείδωμα” από τους αστυνομικούς. Κατόπιν έπλεξε το εγκώμιο για αυτούς, υποσχόμενος διάφορες οικονομικές ενισχύσεις για να συνεχίσουν το έργο τους. Μοιάζει πολύ περισσότερο με φάρσα και πρόκληση παρά με υποχώρηση.

Όλη αυτή η κατάσταση έχει εντείνει και τις διαφωνίες εφ’ όλης της ύλης που ταλανίζουν το τελευταίο διάστημα τους κυρίαρχους κύκλους των ΗΠΑ, για το πώς θα προχωρήσει στο επόμενο διάστημα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Από τη στάση της διοίκησης Τραμπ απέναντι στα γεγονότα, φαίνεται η επένδυση του αμερικάνικου κράτους στο ρατσισμό και σε ποιο βαθμό αποτελεί μια από τις διαφωνίες. Η ένταση της ρατσιστικής πολιτικής δεν αφορά μόνο τις κοινότητες των Αφροαμερικανών, Λατίνων και γηγενών, καθώς δημιουργεί ένα ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο που καταπιέζει γενικά την κοινωνία και φαίνεται ότι για ένα τμήμα των κυρίαρχων κύκλων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, μια τέτοια πολιτική θεωρείται απαραίτητη στη δύσκολη συγκυρία του.

Το θερμόμετρο ανέβηκε και από τις δηλώσεις του υποψήφιου για την Προεδρία εκ μέρους των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν. Αυτός, σε συνέντευξή του στο Daily Show του Τρέβορ Νόα, λίγο – πολύ προέβλεψε ότι θα χρειαστεί η παρέμβαση του στρατού προκειμένου να αποχωρήσει ο Τραμπ από την προεδρία. Συγκεκριμένα είπε, ότι είναι βέβαιος ότι ο Τραμπ θα προσπαθήσει να κλέψει τις εκλογές και ότι φοβάται ότι θα αρνηθεί να αποχωρήσει από το Λευκό Οίκο ακόμη και αν χάσει, αλλά είναι βέβαιος ότι ο στρατός θα τον απομακρύνει σε μια τέτοια περίπτωση. Αναμφίβολα, αυτές οι δηλώσεις δυναμιτίζουν επιπλέον την κατάσταση και χαρακτηρίζουν μια πραγματικότητα που ρέπει όλο και περισσότερο προς ένα ανώμαλο πολιτικό σκηνικό.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, επανεμφανίστηκε και ο αποπεμφθείς πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, που στο νέο του βιβλίο, κατηγορεί τον πρόεδρο Τραμπ ότι έχει ζητήσει τη βοήθεια του Κινέζου πρόεδρου, Σι Τζιπίνγκ, για την επανεκλογή του. Αυτή η κατηγορία θυμίζει τις προηγούμενες σχετικά με την ανάμιξη του Βλάντιμιρ Πούτιν στην εκλογή του Τραμπ και την εξάρτηση του Αμερικάνου Πρόεδρου από αυτόν και δηλωτική για την όξυνση της εσωτερικής κατάστασης στις ΗΠΑ ενόψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών.