Διαρκής είναι η προσπάθεια των ΗΠΑ να εμπλέξουν την Κίνα στην πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει να παρεμποδίσει την περαιτέρω σύσφιξη των Ρωσο-κινεζικών σχέσεων, δημιουργώντας «σύννεφα» στις μεταξύ τους σχέσεις με μια ενδεχόμενη, έμμεση ή άμεση, καταδίκη των ρωσικών ενεργειών στην Ουκρανία απ’ το Πεκίνο. Απ’ την άλλη προσδοκά να στοχοποιήσει το Πεκίνο στα μάτια του «δημοκρατικού» δυτικού κόσμου ως μια δύναμη που δεν καταδικάζει ευθέως τη ρωσική επιθετικότητα και η οποία θέλει να κάνει τα ίδια στην Ταϊβάν.

Σε αυτό το κλίμα η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, είπε ότι αν η Κίνα «δεν συμμορφωθεί» με τις κυρώσεις των Δυτικών, αυτό πιθανώς θα προκαλέσει αντίμετρα από την αμερικανική πλευρά.
Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, μετά από δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι η Ρωσία ζήτησε βοήθεια απ’ την Κίνα, είπε ότι «παρακολουθούμε στενά κατά πόσο η Κίνα παρέχει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είτε υλικά είτε οικονομικά, βοήθεια στη Ρωσία (…) Αυτό αποτελεί θέμα ανησυχίας για εμάς». Γνωστοποίησε πως οι ΗΠΑ έχουν στείλει μήνυμα στο Πεκίνο «ότι δεν θα διατηρήσουμε παθητική στάση ούτε θα επιτρέψουμε σε κανέναν να αναπληρώσει τις απώλειες της Ρωσίας που οφείλονται στις οικονομικές κυρώσεις».
Το πρακτορείο «Ρόιτερς» μετέδωσε ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν βρίσκονται σε επαφές με συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ και στην Ασία, εστιάζοντας στην «προθυμία της Κίνας» να παράσχει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στη Ρωσία.

Το Πεκίνο απ’ την μεριά του επιδίδεται σε κινήσεις «ισορροπίας» στο Ουκρανικό ζήτημα επιλέγοντας να μην επικροτήσει αλλά ούτε και να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή. Εμφανίζεται ως η αξιόπιστη παγκόσμια δύναμη που συνομιλεί με όλους για την επίλυση της κατάστασης και την ανακούφιση των αμάχων, έχοντας παράλληλα κατανόηση για τις «ανησυχίες ασφαλείας» της Μόσχας. Αντιλαμβανόμενο τις επιδιώξεις των ΗΠΑ διατείνεται ότι δεν εμπλέκεται στην ουκρανική κρίση και ξεκαθαρίζει ότι δεν θα δεχθεί καμία παρέμβαση στις διμερείς σχέσεις με τη Μόσχα και πως θα απαντήσει σε όποιες κυρώσεις επιβληθούν στην Κίνα. Παράλληλα δεν θέλει να διαταράξει τις οικονομικές σχέσεις με τις δυτικές χώρες που συμμετέχουν στις κυρώσεις προς τη Ρωσία.

Η Κίνα ήταν μια από τις τρεις χώρες που απείχαν απ’ την ψηφοφορία στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ για την καταδίκη της Ρωσίας. Οι άλλες δύο ήταν η Ινδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), παρά το γεγονός ότι το Νέο Δελχί συμμετέχει στο αμερικανόπνευστο σχήμα Quad και το Αμπού Ντάμπι συμμετέχει στις συμφωνίες του Αβραάμ με Ισραήλ και ΗΠΑ. Γεγονός που καταδεικνύει τη ρευστότητα στη διεθνή σκηνή και τις ανακατατάξεις που συντελούνται.

Την επαύριον της ρωσικής επέμβασης, ο κινέζος ΥΠΕΞ, Ουάνγκ Γι, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο ομόλογό του, Σ. Λαβρόφ. Στην επίσημη ανακοίνωση του Πεκίνου, αναφέρεται πως «η Κίνα πάντα σέβεται την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών», προσθέτοντας ότι στο ζήτημα της Ουκρανίας «βλέπουμε επίσης ένα σύνθετο και μοναδικό ιστορικό πλαίσιο» και «καταλαβαίνουμε τις νόμιμες ανησυχίες της Ρωσίας για θέματα ασφάλειας».
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, σημειώνεται ότι η Κίνα θεωρεί πως «πρέπει να εγκαταλειφθεί εντελώς η νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου» και ότι «ένας ισορροπημένος, αποτελεσματικός και βιώσιμος μηχανισμός ασφάλειας της Ευρώπης θα πρέπει να διαμορφωθεί μέσα από διάλογο και διαπραγμάτευση».

Με την έναρξη του πολέμου η εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ δέχθηκε απανωτά ερωτήματα δυτικών ΜΜΕ για το αν η Κίνα θα ζητήσει απ’ την Ρωσία να αποσυρθεί απ’ την Ουκρανία και αν θα καταδικάσει την εισβολή.
Σε αυτά απάντησε ως εξής: «Γιατί έχετε τέτοια επιμονή με την καταδίκη από την Κίνα ; (…) Η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων». Στη συνέχεια συμπλήρωσε: «Ρωτάτε συνέχεια πότε η Κίνα θα ακολουθήσει τις ΗΠΑ και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες καταδικάζοντας τη Ρωσία. Αυτό μου θυμίζει ότι πρόκειται για την ομάδα χωρών που, μαζί με τις ΗΠΑ, αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας ».

Ο κινέζος ΥΠΕΞ είχε επίσης τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ουκρανό ομόλογό του, Ντμ. Κουλέμπα, στον οποία εξέφρασε την «βαθιά του λύπη» για τη σύγκρουση και δήλωσε πως «υποστηρίζει όλες τις εποικοδομητικές διεθνείς προσπάθειες που οδηγούν σε μια πολιτική επίλυση». Ο εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γουενμπίν, δήλωσε ότι το Πεκίνο «είναι έτοιμο να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο στην εκτόνωση της κατάστασης στην Ουκρανία».

Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε ο Κινέζος ΥΠΕΞ με τον Ισπανό ομόλογό του Χοσέ Μανουέλ Αλμπάρες, για το Ουκρανικό δήλωσε πως «πρώτη προτεραιότητα τώρα είναι να αμβλυνθεί η κατάσταση, αντί να προσθέσουμε λάδι στη φωτιά και να εργαστούμε προς μια διπλωματική διευθέτηση, αντί να κλιμακώνουμε περαιτέρω την κατάσταση». Επίσης είπε ότι η χώρα του αρνείται να επηρεαστεί από τις δυτικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας καθώς «η Κίνα δεν συμμετέχει στην κρίση».

Ψηφιακή συνάντηση κορυφής Κίνας – Γερμανίας – Γαλλίας

Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε η διαδικτυακή συνάντηση του Σι Τζινπίνγκ, με τον Όλαφ Σόλτς και τον Εμμανουέλ Μακρόν. Ο Κινέζος πρόεδρος τόνισε στους ομολόγους του πως η Κίνα στηρίζει τις χώρες τους «στην προώθηση ενός ισορροπημένου, αποτελεσματικού και βιώσιμου πλαισίου για την ασφάλεια στην Ευρώπη, για τα δικά της συμφέροντα και τη δική της διαρκή ασφάλεια» και «μέσα από τη διατήρηση της στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης. Η Κίνα επιδιώκει σταθερά την «αυτονόμηση» του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού από την ασφυκτική πρόσδεση με τις ΗΠΑ. Δεν παύει να τονίζει με κάθε ευκαιρία αυτή την προοπτική, την ώρα που το Πεκίνο αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ΕΕ.

Σύμφωνα με την κινεζική πλευρά ζήτησε ακόμη «μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση προκειμένου να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική κρίση μεγάλης κλίμακας». Επίσης εξέφρασε «ανησυχία» για τον αντίκτυπο των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας καθώς αυτές «θα ζημιώσουν όλες τις πλευρές».
Απ’ την μεριά του το Βερολίνο ανακοίνωσε τη συμφωνία, των τριών μερών, να διεξαγάγουν στενές διαβουλεύσεις και να συντονιστούν για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Το Παρίσι εμπλούτισε την ατζέντα με θέματα όπως το Ιράν, αλλά και τις σχέσεις ΕΕ – Κίνας
Είχε προηγηθεί η τηλεφωνική επικοινωνία του Κινέζου ΥΠΕΞ με τη Γερμανίδα ομόλογό του, Αναλένα Μπέρμποκ, στην οποία επανέλαβε την άποψη του Πεκίνου ότι «μετά από 5 διαδοχικούς γύρους επέκτασης του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, πρέπει να διευθετηθεί κατάλληλα η νόμιμη ανησυχία της Ρωσίας για την ασφάλειά της». Κάλεσε δε το ΝΑΤΟ «να ξανασκεφτεί τις θέσεις και τις ευθύνες του».

Η φιλία Κίνας – Ρωσίας είναι «ισχυρή σαν βράχος»

Με τα αμερικανικά βέλη να πυκνώνουν προς το Πεκίνο για τις σχέσεις του με την Μόσχα, πληθαίνουν και οι κινεζικές δηλώσεις που απαντούν στις αμερικανικές κατηγορίες. Ο εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, Ζάο Λιζιάν, έκανε λόγο για «κακόβουλη πληροφόρηση».
Μάλιστα δημοσίευμα των «Financial Times» το πάει ακόμη παραπέρα. Επικαλούμενο αξιωματούχο της αμερικανικής κυβέρνησης ανέφερε ότι «η Κίνα έχει ευθυγραμμιστεί με τη Ρωσία για να προωθήσουν το δικό τους όραμα για την παγκόσμια τάξη». Αν και η Κίνα ξεκαθαρίζει ότι η σχέση με τη Ρωσία βασίζεται στη «μη συμμαχία», ο Κινέζος ΥΠΕΞ τόνισε πως η φιλία Κίνας – Ρωσίας είναι «ισχυρή σαν βράχος». Ωστόσο συμπλήρωσε ότι «ανεξαρτήτως του πόσο δυσοίωνη είναι η διεθνής κατάσταση, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία θα διατηρήσουν τη στρατηγική αποφασιστικότητά τους και θα εξακολουθήσουν να προχωρούν προς την ολοκληρωμένη στρατηγική συνεργασία».
Αυτό το προχώρημα φαίνεται να επιβεβαιώνει και η είδηση πως το Πεκίνο μαζί με τη Μόσχα συντονίζουν τις κινήσεις διατραπεζικής συνεργασίας των δύο χωρών, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν τα εμπόδια που βάζει ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα SWIFT.

Την κίνηση αυτή επιβεβαίωσε ο επικεφαλής της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Αγορών της ρωσικής Δούμας, Αν. Ακσάκοφ. Φαίνεται να συζητείται από τις δύο χώρες η δημιουργία ενός συστήματος διατραπεζικών μηνυμάτων που θα συνδέει τα δικά τους ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά συστήματα μηνυμάτων ή κατά ένα άλλο σενάριο η διασύνδεση του συστήματος διατραπεζικών μηνυμάτων που ανέπτυξε η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, το System for Transfer of Financial Messages (SPFS) με την κινεζική πλατφόρμα πληρωμών CIPS.
Ήδη μερικές ρωσικές τράπεζες χρησιμοποιούν κάρτες του κινεζικού συστήματος πληρωμών UnionPay, καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν στο εξωτερικό τις κάρτες Visa και Mastercard, λόγω των κυρώσεων.

Επίσης αμερικανικά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι επιταχύνονται οι διαβουλεύσεις της Κίνας με τη Σαουδική Αραβία, που είχαν κολλήσει για 6 χρόνια, ώστε ποσότητες πετρελαίου που αγοράζει να τιμολογούνται με το κινεζικό νόμισμα αντί του δολαρίου. Η Κίνα αγοράζει περισσότερο από το 25% του πετρελαίου (1,76 εκατ. βαρέλια τη μέρα) που εξάγει η Σαουδική Αραβία. Η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής αργού της Κίνας και ακολουθεί η Ρωσία στη δεύτερη θέση, με 1,6 εκατ. βαρέλια.

«Έντονη» 7ωρη συνάντηση των συμβούλων εθνικής ασφαλείας ΗΠΑ και Κίνας

Με την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών να ανεβαίνει εκ νέου, οι σύμβουλοι εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν και της Κίνας, Γιανγκ Τζιεσί, είχαν κρίσιμη εφτάωρη συνάντηση στη Ρώμη. Στη συνάντηση, που περιγράφτηκε ως «έντονη», συζητήθηκε όλο το πλέγμα των Σινο-αμερικανικών σχέσεων με σημεία αιχμής την Ουκρανία και την Ταϊβάν.

Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου μετά το πέρας της συνάντησης ήταν λακωνική. Γνωστοποιούσε ότι η «συνάντησή τους πραγματοποιήθηκε κατόπιν της διαδικτυακής συνάντησης στις 15 Νοεμβρίου 2021 μεταξύ του Προέδρου Μπάιντεν και του Προέδρου Σι». Επίσης ενημέρωνε ότι «ο κ. Σάλιβαν έθεσε μια σειρά ζητημάτων αναφορικά με τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, ενώ διεξήχθη ουσιαστική συζήτηση για τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας» και ότι οι δύο σύμβουλοι «τόνισαν επίσης τη σημασία της διατήρησης ανοιχτών γραμμών επικοινωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας.».

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες που επικαλούνται Αμερικανό υψηλόβαθμο αξιωματούχο, ο Σάλιβαν μετέφερε στην κινεζική πλευρά την ανησυχία των ΗΠΑ για ενδεχόμενη βοήθεια του Πεκίνου προς τη Μόσχα, ώστε να αποφύγει τις δυτικές κυρώσεις.
«Αυτό που θα έλεγα γενικά είναι ότι ανησυχούμε πολύ για την ευθυγράμμιση της Κίνας με τη Ρωσία», είπε ο αξιωματούχος. «Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας ήταν ξεκάθαρος σχετικά με αυτές τις ανησυχίες και τις πιθανές επιπτώσεις και συνέπειες ορισμένων ενεργειών», συμπλήρωσε.

Απ’ τη μεριά του το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua, ανέφερε ότι το Πεκίνο εξέφρασε τις ανησυχίες για την παρέμβαση των ΗΠΑ στο ζήτημα της Ταϊβάν.
Ο Κινέζος σύμβουλος τόνισε ότι οι ενέργειες των ΗΠΑ «δεν συνάδουν με τις δηλώσεις τους». Οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ότι στηρίζουν την αρχή της «μίας Κίνας». Εξέφρασε δε «σοβαρή ανησυχία και σθεναρή αντίθεση στα πρόσφατα λανθασμένα λόγια και πράξεις της πλευράς των ΗΠΑ σε θέματα που σχετίζονται με την Ταϊβάν». Επίσης προειδοποίησε για «οποιεσδήποτε προσπάθειες να συγχωρεθούν και να υποστηριχθούν οι αυτονομιστικές δυνάμεις της “ανεξαρτησίας” της Ταϊβάν». Κάλεσε ακόμη την Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει την «υψηλή ευαισθησία» του ζητήματος για το Πεκίνο.

Σχετικά με την Ουκρανία, ο Κινέζος διπλωμάτης είπε ότι το Πεκίνο δεν ήθελε η κατάσταση «να φτάσει σε αυτό το σημείο» και υποστήριξε τις ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, επαναλαμβάνοντας την πάγια κινεζική θέση.
Καταδίκασε επίσης «οποιεσδήποτε δηλώσεις και πράξεις που διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες ή διαστρεβλώνουν και δυσφημούν τη θέση της Κίνας».
Ο Γιανγκ ξεκαθάρισε ότι το Πεκίνο δεν θα επιτρέψει ξένες παρεμβάσεις στα εσωτερικά του ζητήματα όπως η Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ και το Χονγκ Κονγκ.

Κατά 7,1% θα αυξηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας το 2022

Νέα αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού κατά 7,1% εντός του 2022 (αύξηση 6,8% το 2021), ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών της Κίνας.
Το ποσό που θα δαπανήσει η Κίνα ανέρχεται στα 1,45 τρισ. γιουάν (230 δισ. δολάρια). Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατιωτικός προϋπολογισμός στον κόσμο, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ (740 δισ. δολάρια το 2022).
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών είναι καθαρά υψηλότερη από την προβλεπόμενη επέκταση του φετινού ΑΕΠ που, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ, εκτιμάται ότι θα φθάσει το 5,5%.
Από το βήμα της ετήσιας συνεδρίασης της κινεζικής Βουλής, ο Κινέζος Πρόεδρος, δήλωσε ότι η χώρα «πρέπει να καταστήσει πιο περιεκτικό το σώμα των στρατιωτικών νόμων και ρυθμίσεων που περιλαμβάνουν ξένες χώρες, ώστε να προστατεύει καλύτερα τα εθνικά της συμφέροντα».