Όπως και να το δει κανείς, κάτι με τα ψόφια μπαξίσια του Μητσοτάκη, κάτι με τις επαναλαμβανόμενες κραυγές του Τσίπρα, αρχίζει να στρώνει ο δρόμος για τις εκλογές. Μαζί με τα γνωστά αστικά παραμύθια γιγαντώνουν, όπως οι σκιές το σούρουπο, και οι μύθοι της εκλογικής και κάλπικης δημοκρατίας. Πως το ύπατο δικαίωμά μας είναι να ρίχνουμε ένα χαρτάκι στην κάλπη και να περιμένουμε, όπως ο ναυαγός, τη σωτηρία μας. Τα παραπάνω μυθεύματα μεγάλωσαν τελευταία στους κόλπους της νέας αριστεράς από τις εκλογές στη Λατινική Αμερική. Εκεί, σε μια σειρά χώρες (Χιλή, Κολομβία, Βενεζουέλα, Βολιβία) αλλά και σε Ισπανία, Πορτογαλία, οι αστορεφορμιστικές δυνάμεις αναρριχήθηκαν (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) στην κυβερνητική εξουσία και φούντωσαν οι συζητήσεις για τη λεγόμενη ειρηνική εξέλιξη του καπιταλισμού.

Η κουβέντα δεν είναι καινούρια. Μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο σε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, με τους Μπερλίνγκουερ, Μαρσέ, Καρίγιο στα κομμουνιστικά κόμματα, αναπτύχθηκε το λεγόμενο ρεύμα του ευρωκομμουνισμού που πρόκρινε το κοινοβούλιο από τον μαζικό αγώνα και παρέλυσε τη δύναμη της εργατικής τάξης και της αριστεράς. Ο ειρηνικός δρόμος προς την εξουσία εξακολουθεί να ελκύει πολλούς ανθρώπους που μισούν τη βία και τις ταραχές, δηλαδή μορφές του ταξικού πολέμου. Οπωσδήποτε πρέπει να συμφωνήσουμε πως οι κομμουνιστές είναι άνθρωποι της αρμονίας, θέλουν τη συμφιλίωση του ανθρώπου με το περιβάλλον, την εναρμόνιση των παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις, του εγώ με το εμείς κλπ. Αλλά αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Δηλαδή με την αξιοποίηση όλων των εξωκοινοβουλευτικών μορφών αγώνα, ύψιστη μορφή του οποίου είναι η κοινωνική επανάσταση. Γιατί ο κομμουνισμός είναι αρμονία και ο καπιταλισμός είναι ζούγκλα. Ανταγωνισμός, πόλεμος, προσφυγιά, φτώχεια κι εκμετάλλευση.

Όμως η αστική τάξη, όπως ιστορικά φάνηκε, διόλου δεν είναι διατεθειμένη ν’ αφήσει τα κλειδιά της εξουσίας και την παντοειδή κυριαρχία της. Θα φτάσει ακόμα και στον ανοιχτό φασισμό (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ιαπωνία) προκειμένου να κρατήσει τα προνόμιά της. Το παράδειγμα της Χιλής (1973) με τον Αλιέντε να κερδίζει τις εκλογές και να βάζει τον Πινοσέτ αρχηγό του στρατεύματος και το αιματοκύλισμα που ακολούθησε είναι ενδεικτικό, όπως και ο πανίσχυρος ΕΛΑΣ να παραδίδει τα όπλα σε μια ψοφοδεή κυβέρνηση μετά τη Βάρκιζα. Από τα βάθη της ιστορίας ακούγονται προφητικά τα λόγια του Μαρξ, όταν καταλογίζει στην Παρισινή Κομμούνα το λάθος να μην καταστρέψει το αστικό κράτος.
Ωστόσο, η λεγόμενη Νέα Αριστερά επιστρέφει με δεκάδες πρόσωπα και προσωπεία πολιτικής μεταμφίεσης και απλώνει τα δίκτυα της στους οργισμένους και απελπισμένους ανθρώπους. Στο μακρινό Μεξικό οι πολυδιαφημισμένοι Ζαπατίστας και ο προβεβλημένος μασκοφόρος υποδιοικητής Μάρκος ζητούσαν (ένοπλα) αυτονομία και περισσότερα δικαιώματα στους ιθαγενείς. Ήθελαν ν’ αλλάξουν τα πράγματα χωρίς ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Γι’ αυτό και δέχτηκαν τη δίκαιη κριτική από τους μαρξιστές-λενινιστές του Μεξικού που για ένα μεγάλο διάστημα βρέθηκαν στο πλευρό τους. Στο Νεπάλ ο «δρόμος Πρατσάντα» κατέληξε στον αφοπλισμό του πανίσχυρου Λαϊκού Στρατού και στη διάσπαση του μαοϊκού κομμουνιστικού κόμματος.

Το να αντικρίζεις και να αναλύεις παντού και πάντοτε τον κοινωνικό αριθμητή, δηλαδή τους από πάνω, είναι ασυγχώρητη ταξική πρεσβυωπία. Διότι υπάρχει η εργατική τάξη, οι αγώνες της, τα συνδικάτα, η νεολαία, η αριστερά, οι κομμουνιστές, οι οργισμένοι, οι απελπισμένοι, ακόμα και το περιθώριο, που είτε ζουν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, είτε σέρνονται στ’ απόνερα του αστικού κόσμου. Πάρτε για παράδειγμα την απεργία στην efood, τους υγειονομικούς, τους εκπαιδευτικούς, τους αγρότες. Αν υπήρχε μαζικό επαναστατικό κόμμα θα έφτανε, ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε να φτάσει, τους αγώνες ως την άκρη. Εκεί που η μία τάξη θ’ αντίκριζε την άλλη. Έχει μια ορισμένη σημασία αν θα ’ταν νικηφόρος ο αγώνας, θα μπορούσε να κηρυχθεί συνολική επίθεση, ανασύνταξη ή υποχώρηση. Αλλά όλα θα ήταν βήματα ενός ταξικού γεγονότος, όπου τμήματα του εργαζόμενου λαού ή της νεολαίας θα «ξεκολλούσαν» από τα αστορεφορμιστικά κόμματα και θα έμπαιναν αμετάκλητα στο δρόμο της ταξικής πάλης.

Είναι φανερό ότι οι υπάλληλοι του Περισσού ούτε θέλουν ούτε μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, καθώς είναι παραδομένοι στα κρίματα τους, στην εκλογολαγνεία, στο μέτρημα των κουκιών, στην ίντριγκα και τον πεσιμισμό (μοιρολατρία). Το επαναστατικό κίνημα έχει ακόμα ισχνές ρίζες για να ενώσει και να καθοδηγήσει το λαϊκό και νεολαιίστικο ρεύμα και η θολούρα των αυταπατών καλά κρατεί. Άλλωστε θυμόμαστε καλά ότι ο Λένιν απέναντι στην αστικοδημοκρατική κυβέρνηση του Κερένσκι δεν κήρυξε ανακωχή, αλλά πόλεμο, με το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Απέχουμε πάρα πολύ από ανάλογα γεγονότα. Αλλά η κάλπη και τα αστικά παραμύθια δεν πρέπει να βάλουν φρένο στον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα.