Η κοινωνική οργή απλώνεται και αναπόφευκτα γίνεται λίπασμα των αγωνιστικών διαθέσεων. Το προηγούμενο διάστημα δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και νεολαίοι αναζήτησαν και έδειξαν το δρόμο της ελπίδας με τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις. Η μαζική συμμετοχή στην απεργία της 9ης Νοέμβρη, οι μεγάλες συγκεντρώσεις που έγιναν σε όλη την Ελλάδα στην επέτειο του Πολυτεχνείου, οι κινητοποιήσεις για την υγεία, όπως και η διακριτά μεγαλύτερη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική της τρομοκρατίας και της καταστολής στις 6/12 είναι κρίσιμα και αποκαλυπτικά στιγμιότυπα των διεργασιών που συντελούνται στην κοινωνία.

Αν και τα μηνύματα είναι σαφή, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες και οι κυρίαρχες δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα επιμένουν στη γραμμή της αδράνειας, των αναβολών… και τελικά της σιγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, παρά τα όσα συμβαίνουν και παρά τη φανερή εκδήλωση των λαϊκών αγωνιστικών διαθέσεων, αρνούνται πεισματικά να κηρύξουν απεργία μπροστά στην ψήφιση ενός ακόμη βάρβαρου προϋπολογισμού.

Μπροστά σε αυτή την επιτακτική ανάγκη, όλες οι βασικές παρατάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος (παρατάξεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ-ΠΑΜΕ) απαντούν με λεκτικές πιρουέτες και αόριστες προθέσεις για την προκήρυξη μιας απεργίας, σκορπώντας νέες απογοητεύσεις και οδηγώντας τα πράγματα ξανά σε συνθήκες αποσυσπείρωσης.

Σε αυτές τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, αυτή η τακτική που ακολουθούν -ειδικά την τελευταία τριετία στην πιο ακραία εκδοχή της- μετατρέπεται σε πραγματικό στήριγμα της κυβερνητικής πολιτικής, σε ένα σημαντικό ανάχωμα στην έξοδο και την παρέμβαση του λαού και των εργαζομένων στις εξελίξεις.

Η απεργία της 9ης Νοέμβρη ήρθε ως αποτέλεσμα της ισχυρής πίεσης που ασκήθηκε σε αυτές τις δυνάμεις. Μίας πίεσης που από τον προηγούμενο Απρίλη (απεργία) ανάγκαζε αυτές τις ηγεσίες να δίνουν υποσχέσεις για ένα επόμενο απεργιακό βήμα, χωρίς να το ορίζουν. Οι οποίες κάτω από το βάρος των αγωνιών που εκφράζονταν από τους εργαζόμενους και των αιτημάτων που έφταναν από τα πρωτοβάθμια σωματεία, αναγκάστηκαν σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στις αρχές του Σεπτέμβρη να κηρύξουν απεργία… δύο μήνες μετά. Επί της ουσίας, αυτό που κήρυξαν το Σεπτέμβρη ήταν δύο μήνες αγωνιστικής αδράνειας, με μία απεργία στην οποία δεν ήθελαν να δώσουν καμία συνέχεια. Παρά όμως τις υπονομευτικές για την επιτυχία της απεργίας τακτικές, η μαζική συμμετοχή του κόσμου δεν πρόσφερε κανένα άλλοθι σε όλες αυτές τις δυνάμεις. Τις δυνάμεις που στην πραγματικότητα -παρά τις όποιες διαφορετικές αφετηρίες- δεν πιστεύουν στη δύναμη και την προοπτική των λαϊκών αγώνων και το μόνο που κάνουν είναι να καλλιεργούν ρεφορμιστικές και εκλογικές αυταπάτες κάθε είδους.

Με αυτή την πραγματικότητα που έχουν δημιουργήσει οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών αναμετριούνται οι βασικές δυνάμεις του σ.κ. Τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην ΑΔΕΔΥ, εκεί που κρίνονται οι κεντρικές γραμμές όλων των δυνάμεων, είναι αποκαλυπτικά. Στις 16/11 στη συνεδρίαση της ΕΕ, παρά την πολύ νωπή επιτυχία της πανελλαδικής απεργίας, όλες αυτές οι δυνάμεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ-ΠΑΜΕ) δεν στήριξαν την πρόταση των Παρεμβάσεων για απεργία και δεν κατέθεσαν και καμία άλλη. Κήρυξαν πάλι την αναμονή και την αναβολή και ομόφωνα «υποσχέθηκαν» την απόφαση για την επόμενη απεργία ενόψει του προϋπολογισμού στο επόμενο ΓΣ της ΑΔΕΔΥ που θα πραγματοποιούνταν πριν το συνέδριο, στις 5/12. Ο καθένας καταλάβαινε τότε ότι η μετάθεση της κήρυξης μιας απεργίας σε αυτό το χρόνο ισοδυναμούσε με νέα προσπάθεια υπονόμευσης κάθε αγωνιστικής προοπτικής.

Η 5η Δεκέμβρη ήρθε και στο Γενικό Συμβούλιο καμία πρόταση για νέα απεργία δεν τέθηκε από όλους αυτούς. Και τη στιγμή που οι Παρεμβάσεις έβαλαν το ζήτημα για απεργία στις 15 Δεκέμβρη, οι παρατάξεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού κήρυξαν τη λήξη του Γενικού Συμβουλίου με την «υπόσχεση» ότι αυτό θα το δούμε στο συνέδριο. Το ΠΑΜΕ έχοντας ήδη ανακοινώσει μεσημεριανό συλλαλητήριο για το Σάββατο 17/12, έχοντας εκ των προτέρων δηλώσει τις πραγματικές προθέσεις του, στο Γενικό Συμβούλιο σφύριζε αδιάφορα μπροστά στα όσα συνέβησαν.

Στο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ που ακολούθησε αμέσως μετά (6,7,8/12) υπήρξε η επανάληψη του ίδιου έργου. Παρά τα διαρκή αιτήματα από πολλούς συνέδρους για καθορισμό (έστω και την τελευταία στιγμή) απεργίας μπροστά στην ψήφιση του προϋπο­λογισμού, οι απαντήσεις από τη μεριά αυτών των συνδικαλιστικών ηγεσιών κινούνταν στη σφαίρα της αοριστίας. Στο τέλος του συνεδρίου ο απερχόμενος προεδρεύων της ΑΔΕΔΥ (Μπράτης, ΠΑΣΟΚ), μίλησε για την ανάγκη να πραγματοποιηθεί απεργία το επόμενο διάστημα και κήρυξε την λήξη. Και εκείνη τη στιγμή ο εκπρόσωπος του ΠΑΜΕ στην ΑΔΕΔΥ βρέθηκε από το βήμα να συμπληρώνει ότι «όπως λέει και ο Μπράτης μπορούμε εδώ σήμερα δια ανατάσεως των χεριών να αποφασίσουμε μια απεργία για το επόμενο διάστημα…».

Μόνο που το επόμενο διάστημα μέχρι τα Χριστούγεννα είναι πολύ συγκεκριμένο. Και μέσα σε αυτό το «επόμενο διάστημα» ψηφίζεται και ο προϋπολογισμός σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Και κυρίως, όπως έχει αποδείξει η ζωή και ειδικά στο διάστημα των τριών τελευταίων χρόνων, το επόμενο διάστημα μπορεί να είναι μακρύ και ακαθόριστο. Και ότι όλοι αυτοί που συναντήθηκαν στο «μετά θα λογαριαστούμε» έχουν πρόθεση να μεταθέτουν αυτό το μετά πολύ μακριά… και πάντως σίγουρα όχι πριν τις κάλπες. Η απεργία για τον προϋπολογισμό δεν μπορεί να γίνει με σιβυλλικές υποσχέσεις. Χρειάζεται ημερομηνία, βούληση και προετοιμασία. Όσοι δεν την επιδίωξαν έχουν ευθύνη.

Κριτήριο της αλήθειας είναι πάντα η πράξη. Και όσο κι αν για τις προθέσεις, το ρόλο και τις επιδιώξεις των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αυταπάτη, δεν προκαλεί πλέον σε κανέναν έκπληξη ούτε και η στάση του ΠΑΜΕ. Το οποίο, χωρίς να σταματάει να μιλάει, να υπόσχεται και να προβλέπει λαϊκούς ξεσηκωμούς, στην πραγματικότητα όλα αυτά τα χρόνια συναντιέται στο αγωνιστικό του πρό­γραμμα με τις δυνάμεις που καταγγέλλει ως πουλημένη γραφειοκρατία. Και όσο και αν προσπαθεί να «διαχωριστεί» από αυτές, με την επιζήμια για το κίνημα τακτική της άλλης πλατείας, οι πράξεις του είναι αυτές που ορίζουν το ρόλο του συνοδοιπόρου. Είναι αυτές που, μετά από ακατάσχετη αντικαπιταλιστική λογοκοπία και βερμπαλισμούς, φέρνουν τα «ταξικά σωματεία» -όπως αποκαλεί τα σωματεία που ελέγχει- σε ένα συλλαλητήριο το Σάββατο στις 17/12. Έτσι όρισαν την «κλιμάκωση» του απεργιακού αγώνα και αυτές οι -κατά τα άλλα «ταξικές»- δυνάμεις του ΚΚΕ.

Οι ευθύνες με τις οποίες βαρύνονται όλες αυτές οι δυνάμεις είναι τεράστιες. Και αποτελούν και ένα μέρος της απάντησης για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Κόντρα στον υπονομευτικό ρόλο των δυνάμεων του συμβιβασμού και της προσαρμογής, οι συνεπείς δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα και τα πρωτοβάθμια σωματεία πρέπει να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα για την ανάπτυξη αυτών των απεργιακών αγώνων. Είναι η ανάγκη των καιρών.