Τo χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας

Λίγες μέρες μας χωρίζουν από τις εκλογές της 21ης Μαΐου και είναι χρήσιμο να θυμηθούμε και να θυμίσουμε εν μέσω κυβερνητικής προπαγάνδας και “καλαίσθητων” τηλεοπτικών σποτ, ένα από τα πιο αντιδραστικά μέτρα της απερχόμενης κυβέρνησης: το χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας, όπως στοιχειοθετήθηκε στον Νόμο Χατζηδάκη τον Ιούνιο του 2021. Βασικός στόχος και διακαής πόθος ήταν να ξεμπερδεύουν, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι εργοδότες, με τις απεργίες!

Για αρχή έθεσαν κάποιες βασικές προϋποθέσεις: το άρθρο 86 αναφέρει ότι για τη διεξαγωγή και λήψη αποφάσεων στις Γενικές Συνελεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων «απαιτείται» και η “εξ αποστάσεως” παρουσία και ψήφος και τονίζεται πως “κάθε μέλος δικαιούται …να ψηφίζει εξ αποστάσεως ιδίως σε περίπτωση λήψης απόφασης περί κήρυξης απεργίας» και ότι “απαγορεύεται η λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας, χωρίς την παροχή πραγματικής δυνατότητας εξ αποστάσεως συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση και ψήφου σε όποιο μέλος το επιθυμεί”.

Με τη διάταξη αυτή αυτομάτως αποδυναμώνεται η ίδια η έννοια της Γενικής Συνέλευσης και επηρεάζεται(παρεμποδίζεται) η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας καθώς πλέον οι εργαζόμενοι δεν χρειάζεται να βρεθούν διά ζώσης για να συνομιλήσουν, να ενημερωθούν, να αντιπαρατεθούν, να αποφασίσουν ζωντανά και άμεσα πώς θα οργανώσουν τον αγώνα τους – αρκεί να κλικάρουν ναι ή όχι από το σπίτι τους, αποκομμένοι από τους συναδέλφους τους και προφανώς περισσότερο ευάλωτοι στις εργοδοτικές πιέσεις, ειδικά όταν θα πρόκειται να ληφθεί απόφαση για απεργία.

Στην ίδια κατεύθυνση, το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι «ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η φυσική ή εξ αποστάσεως ψήφος τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών». Ο νόμος Χατζηδάκη διατηρεί και επικροτεί εδώ την διάταξη που νομοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και απαιτεί πολύ πιο αυξημένη απαρτία στις Γενικές Συνελεύσεις ειδικά για τη λήψη απόφασης για απεργία, κάνοντας πιο δύσκολη την κήρυξή της.

Για να θέσει περαιτέρω προσκόμματα στην προκήρυξη απεργίας, το άρθρο 94, που αναφέρεται σε κήρυξη απεργίας σε φορείς του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, ορίζει ότι τα συνδικάτα που κηρύσσουν απεργία υποχρεούνται “να καταθέσουν ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ. (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) αίτηση διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας” και “όσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας”, ενώ στο άρθρο 92 ο νόμος απαριθμεί τις «επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα και κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου» μεγαλώνοντας τον κατάλογό τους. Ταυτόχρονα στο άρθρο 95 προβλέπει για πρώτη φορά γι’ αυτές τις επιχειρήσεις, αντί για προσωπικό ασφαλείας, το «προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας»: το ποσοστό του προσωπικού, που πρέπει πλέον να εργάζεται στην απεργία θα πρέπει να καλύπτει «τις στοιχειώδεις ανάγκες ως τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας». Μια διατύπωση που η ερμηνεία της μπορεί να οδηγήσει και σε υποχρεωτική εργασία κατά την απεργία πάνω από το 1/3 του προσωπικού, και να ακυρώσει στην πράξη την απεργιακή κινητοποίηση!

Επιπλέον, στο άρθρο 91 προσθέτει νέα κωλυσιεργία για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας καθώς προσθέτει στην προγενέστερη διατύπωση του νόμου την προειδοποίηση «για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, συμπεριλαμβανομένων των ολιγόωρων στάσεων εργασίας απαιτείται…. να είναι έγγραφη, να επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες που αφορά και να περιλαμβάνει την ημέρα και ώρα έναρξης και τη διάρκεια της απεργίας, τη μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και τους λόγους που τα θεμελιώνουν.».

Στο άρθρο 93 ο ν. Χατζηδάκη ορίζει ότι «η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, που δεν συμμετέχουν στην απεργία, να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτή χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος του από οιονδήποτε». Δηλαδή, η κάθε συνδικαλιστική οργάνωση οφείλει να προστατεύει τελικά όχι την απεργία αλλά τους απεργοσπάστες, ενώ προειδοποιεί ότι η απεργία «μπορεί να διακοπεί» με δικαστική απόφαση «σε περίπτωση παραβίασης αυτής της υποχρέωσης».

Τέλος, με το άρθρο 95 αφαιρεί δικαίωμα κήρυξης απεργίας από δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις που ίσχυε προηγούμενα, ορίζοντας ότι “Εάν απεργία ή στάση εργασίας που έχει κηρυχθεί από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση κριθεί παράνομη … δεν επιτρέπεται, μετά την έκδοση της απόφασης, η κήρυξη απεργίας κατά του ίδιου εργοδότη και με ίδια ημερομηνία έναρξης από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.».

Είναι γνωστές οι δηλώσεις και η στάση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης για το κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα στην απεργία («για μία ακόμη φορά, απεργούν οι λίγοι και ταλαιπωρούνται οι πολλοί!»), καθώς και οι απόψεις τους για το «βαθύ κράτος» και τους «επαγγελματίες συνδικαλιστές».

Ο νόμος Χατζηδάκη έρχεται να τα επιβεβαιώσει, να βάλει ακόμα περισσότερα εμπόδια στην προκήρυξη και υλοποίηση της απεργίας και, συγχρόνως, να πλήξει με επίσημο τρόπο ένα από τα βασικότερα όπλα της εργατικής τάξης. Τα τελευταία δύο χρόνια της καταστρατήγησης των συλλογικών συμβάσεων, της απαξίωσης των αμοιβών και των εργασιακών δικαιωμάτων, έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια πάμπολλες απεργίες ως παράνομες και καταχρηστικές, φιμώνοντας τους εργαζόμενους, αφαιρώντας τους στην πράξη τη δυνατότητα αντίδρασης και αντίστασης στις πολιτικές της. Άλλωστε, έχουν αποδείξει πολλαπλώς ότι νομοθετούν και κυβερνούν για τους λίγους, ώστε να ταλαιπωρούνται οι πολλοί…