Στις 19 Δεκεμβρίου του έτους που μόλις τελείωσε, πραγματοποιήθηκε ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Χιλή, όπου αναμετρήθηκαν ο θεωρούμενος ως προοδευτικός Γκαμπριέλ Μπόριτς και ο ακροδεξιός θιασώτης του Πινοσέτ, Αντόνιο Καστ. Αν και στον πρώτο γύρο είχε βρεθεί με μικρή διαφορά στην πρώτη θέση, στον δεύτερο ο Καστ βρέθηκε πολύ πίσω από τον Μπόριτς, με τον τελευταίο να λαμβάνει το 56% των ψήφων. Όταν θα αναλάβει στις 11 Μαρτίου του τρέχοντος έτους , θα είναι 36 χρόνων, ο νεότερος πρόεδρος στην ιστορία της Χιλής.

Ο Μπόριτς έγινε γνωστός από το 2011, όταν φέρεται να είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον φοιτητικό ξεσηκωμό, όντας τότε πρόεδρος της πανφοιτητικής οργάνωσης του πανεπιστημίου του Σαντιάγκο. Από το 2014 εκλέγεται ως ανεξάρτητος γερουσιαστής. Το κόμμα του ονομάζεται «Κοινωνική Σύγκλιση» και συμμετείχε στις εκλογές μέσω του κομματικού συνασπισμού «Αποδέχομαι την αξιοπρέπεια». Στον συνασπισμό αυτό συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής.

Αν και το ΚΚ Χιλής είχε ένα αναγνωρίσιμο και δημοφιλές στέλεχος, ονόματι Ντάνιελ Χαδούε, σε εσωτερική διαδικασία του συνασπισμού προτιμήθηκε για να ηγηθεί ο Γκαμπριέλ Μπόριτς. Ανάμεσα σε άλλα θεωρήθηκε ότι με τον Χαδούε υποψήφιο πρόεδρο, θα ενεργοποιούνταν υπερσυντηρητικά και αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά, που θα έδιναν περισσότερες πιθανότητες στον Καστ. Οπότε επιλέχθηκε ο Μπόριτς, ως επιλογή πιο χαμηλών τόνων.

Το ενδεχόμενο της αναβίωσης του Πινοσέτ σίγουρα θα προκάλεσε ανησυχία, ωστόσο η λογική της επιλογής είναι προβληματική. Μπροστά στις απειλές της αντίδρασης, ο συνασπισμός προτίμησε να υποχωρήσει, επιλέγοντας έναν θεωρούμενο πιο μετριοπαθή υποψήφιο, παρά τα δύο χρόνια μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων που προηγήθηκαν. Επίσης, η «απαίτηση» της αντίδρασης για μετριοπάθεια και «χαμηλούς τόνους» δεν τελειώνει με τις εκλογές και σίγουρα δεν «ξεγελάστηκε» από το… κόλπο της επιλογής του Μπόριτς. Όχι ότι ο Χαδούε εκπροσωπεί την επανάσταση στη Χιλή, αλλά τα κριτήρια με βάση τα οποία απορρίφθηκε, δε συνιστούν καλό οιωνό.

Αυτό το υποχωρητικό πνεύμα μάλλον εκφράζεται και στις πρώτες δηλώσεις του Μπόριτς μετά τις εκλογές, όπου χαρακτηριστικά είπε: «Θα υπάρξουν περισσότερα κοινωνικά δικαιώματα, θα το κάνουμε όμως παραμένοντας δημοσιονομικά υπεύθυνοι». Αυτή η δήλωση βάζει σε αντιπαράθεση τη διεύρυνση των λαϊκών κατακτήσεων με την «δημοσιονομική υπευθυνότητα» που επικαλούνται συνεχώς οι αστικές κυβερνήσεις. Είναι εν τέλει της λογικής της νεοφιλελεύθερης αντίδρασης, που αντιμετωπίζει τον λαό σαν παράσιτο και τις κατακτήσεις του ως παράγοντα αποσταθεροποίησης και χρεοκοπίας. Σίγουρα απέχει από προεκλογικές δηλώσεις του καλοκαιριού όπως: «Αν η Χιλή είναι το λίκνο του νεοφιλελευθερισμού, θα είναι και ο τάφος του».

Σε κάθε περίπτωση, ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να διασφαλίσει τη διαδικασία αλλαγής του συντάγματος, που είναι καρπός της διετούς κινητοποίησης του λαού της Χιλής και θεωρείται σημαντικό βήμα για να την αποτίναξη της πολιτικής κληρονομιάς της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ. Ανάμεσα στις προεκλογικές του εξαγγελίες ήταν η αύξηση του βασικού μισθού από τα 400 δολάρια το μήνα στα 600 και η μείωση της εργάσιμης εβδομάδας από τις 45 στις 40 ώρες. Ενώ υπάρχουν αναφορές ότι έχει ήδη κάνει πίσω όσον αφορά την κατάργηση και επανασύσταση της αστυνομίας, προκρίνοντας αντί αυτής διάφορες μεταρρυθμίσεις. Έχει υποσχεθεί επίσης τη σταδιακή εθνικοποίηση των συστημάτων υγείας και ασφάλισης.

Οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί στη Βουλή και στη Γερουσία σίγουρα δε θα διευκολύνουν την επίτευξη αυτών των στόχων.
Σε διάφορα μέσα υπάρχουν αναφορές ότι μέσω του Μπόριτς αναβιώνει η πολιτική κληρονομιά του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Αν εξετάσει κανείς τα προγράμματα που προσπάθησε να εφαρμόσει και εν μέρει εφάρμοσε ο πρώην ηγέτης της Χιλής, φαίνεται λίγη σχέση να έχουν μεταξύ τους οι δύο περιπτώσεις. Ίσως όμως υπάρχουν κάποια σημεία κοινά. Ο λαός της Χιλής πλήρωσε τη μεταρρυθμιστική λογική, την αφέλεια και τον δισταγμό για συντριβή της αντίδρασης που επέδειξε η κυβέρνηση Αλιέντε. Ο Μπόριτς φαίνεται να είναι μια επιλογή που μοιράζεται αυτά τα χαρακτηριστικά, στη βάση όμως μιας πολιτικής μάλλον πολύ πιο πίσω από αυτήν του Αλιέντε.