Οι εσωτερικοί λόγοι που καθόρισαν την προώθηση της διχτατορίας

Την άνοιξη του 1967 δυο ήταν τα χαρακτηριστικά της κατάστασης στην Ελλάδα.

Πρώτο, μέσα στις πλατειές λαϊκές μάζες, σαν αποτέλεσμα της άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσής τους από τις κυβερνήσεις των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων, συντελούνταν βαθειές αλλαγές και ανακατατάξεις με κύριο γνώρισμα μια όλο και πιο γοργή αριστεροποίησή τους. Σημαντικές δυνάμεις εργαζομένων και νεολαίας, κύρια φοιτητικής, αποσπούνταν από την επιρροή των παλαιών πολιτικών σχημάτων, αστικών και ρεβιζιονιστικών και αναζητούσαν νέες, αγωνιστικές κατευθύνσεις. Αυτές οι δυνάμεις, παρ’ όλο που δεν είχαν ακόμα προσανατολιστεί ολοκληρωμένα στην πολιτική κατάσταση, ωστόσο αντιπροσώπευαν κιόλας μια άμεση απειλή για την αμερικανοκρατία και την υποτέλεια, που στην πορεία θα έπαιρνε σίγουρα τεράστιες διαστάσεις. Γενικά, «από τα κάτω», μέσα στις λαϊκές μάζες, ωρίμαζαν μεγάλα αγωνιστικά ξεσπάσματα, που δε θα ήταν δυνατό να τεθούν κάτω από έλεγχο με τα συνήθη μέσα της ψευτοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Δεύτερο, είχαν οξυνθεί στο έπακρο οι αντιθέσεις μέσα στις κυρίαρχες τάξεις, στους κόλπους της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης και ανάμεσα στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βασικά ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Αγγλία (σε συνδυασμό και με την παράλληλη όξυνση της διαμάχης τους για την κυριαρχία στην Κύπρο) πράγμα που εκφράστηκε με την απότομη όξυνση των αντιθέσεων και του πολιτικού αγώνα στο εσωτερικό πεδίο αντίστοιχα ανάμεσα στα κόμματα της Ε.Ρ.Ε. και της Ε.Κ. και ανάμεσα σε διάφορες ομάδες στις γραμμές αυτών των κομμάτων. Ύστερα ιδιαίτερα από την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία της Ε.Κ. (1963—64) σημειώθηκε μια έντονη δραστηριοποίηση της αγγλικής πολιτικής για την ανάκτηση των παλαιών θέσεων κυριαρχίας της στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, ο Ντε Γκολ, ύστερα από την «ανταρσία» του ενάντια στο ΝΑΤΟ, ανέπτυσσε πυρετώδικα τις γενικότερες εξορμήσεις του και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή αυτή, ενώ το γερμανικό κεφάλαιο επίσης προωθούσε σταθερά τις εδώ θέσεις του. Κρίση στο ΝΑΤΟ, κρίση στην Κοινή Αγορά -όξυνση της πάλης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις- όλα αυτά δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα για τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές, απειλούσαν να υπονομεύσουν την κυριαρχική τους θέση στην περιοχή αυτή του κόσμου και στην Ελλάδα και τους υποχρέωναν να αντιδράσουν. Όλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι Αμερικάνοι, -ιδιαίτερα με την άμεση χρησιμοποίηση του Παλατιού μετά τον Ιούλη του 1965- για να υπονομεύσουν αποφασιστικά την αγγλική, κύρια, διείσδυση στην ελληνική πολιτική ζωή ή για να επιβάλουν στους Άγγλους έναν «συμβιβασμό» που θα κατοχύρωνε τα δικά τους κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στην Ελλάδα, είχαν αποτύχει και στις αρχές του 1967 αντιμετώπιζαν άμεσα τον κίνδυνο μιας σοβαρής υπονόμευσης των θέσεών τους. Η Ελλάδα μετατρεπόταν, ολοένα και περισσότερο, σε κόμβο ενός οξύτατου, οικονομικού και πολιτικού, ανταγωνισμού ανάμεσα στα ξένα μονοπώλια και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συνθέτουν μια εικόνα γενικής αστάθειας, σήψης και αποσύνθεσης του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της υποτέλειας και προκαθόριζαν το γρήγορο ωρίμασμα μιας κρίσης. Για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης, για τη συντριβή της λαϊκής αντίστασης και την εξασφάλιση της πιο πέρα, ακόμα πιο άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της καταλήστευσης του εθνικού πλούτου της χώρας, για την απόκρουση της απειλής των άλλων συνεταίρων ιμπεριαλιστών και την κατοχύρωση της ολοκληρωτικής αμερικάνικης κυριαρχίας στην Ελλάδα, υπήρχε ένας μόνο άμεσος και δραστικός τρόπος: η κήρυξη ανοιχτής στρατιωτικοφασιστικής διχτατορίας με την καθοδήγηση και τον έλεγχο των Αμερικάνων. Γι’ αυτό ακριβώς ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προχωρούσε στην πραγματοποίηση του πραξικοπήματος της 21 Απρίλη του 1967.

Οι διεθνείς ανάγκες της αμερικάνικης πολιτικής

Με την επιβολή της στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας και τη σχετική σταθεροποίηση των θέσεων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα, διευκολύνονταν οι γενικότεροι σκοποί της παγκόσμιας πολιτικής του και ιδιαίτερα οι άμεσες επιδιώξεις του στο χώρο της Μέσης Ανατολής.

Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, με όργανο το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, προετοίμαζαν κιόλας δραστήρια την εξαπόλυση ενός επιθετικού πολέμου ενάντια στις αραβικές χώρες και έπρεπε γι’ αυτό να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ανενόχλητα και απρόσκοπτα την Ελλάδα σαν επιθετικό ορμητήριο. Και πραγματικά η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε τον Ιούνη του 1967, σαν η κυριότερη βάση ανεφοδιασμού των επιθετιστών και παντοειδούς ενίσχυσης των πολεμικών επιχειρήσεων των ισραηλινών επιδρομέων σε βάρος των αραβικών χωρών. Η επιβολή της στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας στην Ελλάδα βρισκόταν, εξάλλου, σε αρμονία με τη γενικότερη τάση που χαρακτήριζε την πολιτική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η τάση για όλο και μεγαλύτερη αύξηση της επιθετικότητας, για ένταση της πολιτικής τής επέμβασης, της υποδούλωσης και του ελέγχου, για στήριξη της κυριαρχίας του στις διάφορες χώρες με όλο και πιο ωμές μορφές και με την προσφυγή στην ανοιχτή φασιστική διχτατορία, ιδιαίτερα στα πιο «νευραλγικά σημεία», όπως το έδειχναν τα, πρόσφατα τότε, παραδείγματα της Ινδονησίας και της Βραζιλίας, έτσι ώστε από πιο «σίγουρες» θέσεις να προωθεί το παιχνίδι του για την παγκόσμια ηγεμονία. Στη σειρά των χωρών αυτών ερχόταν τώρα να προστεθεί και η Ελλάδα.

2. Πώς προετοιμάστηκε και γιατί πέρασε το πραξικόπημα

Το στρατιωτικό-φασιστικό πραξικόπημα της 21 Απρίλη του ́67 ήταν προϊόν μιας απότομης εξέλιξης αλλά ήρθε σαν καρπός μακρόχρονης και ολόπλευρης προετοιμασίας του από την πλευρά των αντιδραστικών δυνάμεων.

Η δυνατότητα για την επιτυχή ολοκλήρωση αυτής της προετοιμασίας καθορίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τις αδυναμίες και τα λάθη των δυνάμεων εκείνων που, σύμφωνα τουλάχιστο με τους επίσημα διακηρυγμένους σκοπούς τους, θα όφειλαν ν’ αντιδράσουν ενεργητικά για τη ματαίωση των φασιστικών σχεδίων.

α. Η αντιδραστική Δεξιά – Κύρια δύναμη προετοιμασίας του πραξικοπήματος

Η αντιδραστική Δεξιά στάθηκε η κύρια πολιτική δύναμη προετοιμασίας του φασιστικού πραξικοπήματος. Το κόμμα της Δεξιάς, η ΕΡΕ, ήταν το κυριότερο όργανο έκφρασης της αμερικάνικης πολιτικής στην Ελλάδα και ενεργούσε σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτής της πολιτικής.

Η Δεξιά, αφού ύστερα από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες της 1963- 1964 ανατράπηκε από την κυβερνητική εξουσία άρχισε βαθμιαία να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της και πέρασε στην αντεπίθεση. Στόχος της: να επανέλθει στην εξουσία, είτε με «κοινοβουλευτική» μορφή είτε με τη μορφή του στρατιωτικό – φασιστικού πραξικοπήματος.

Όταν η αμερικάνικη ιμπεριαλιστική κλιμάκωση -σύμφωνα με το «δόγμα Τζόνσον»- προώθησε σε πρώτο πλάνο την επιδίωξη για την επιβολή απροσχημάτιστης στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας, η Δεξιά προσανατόλισε όλη τη δραστηριότητά της στην κατεύθυνση αυτή.
Αυτό εκφράστηκε με δυο, βασικά, τρόπους.

Πρώτο, με μια αχαλίνωτη αντικομμουνιστική προπαγάνδα, με μια γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες ξέφρενη εκστρατεία προβολής του «κομμουνιστικού κινδύνου» και της «απειλής κατά του Έθνους» και ανοιχτές διακηρύξεις του Τύπου και των ίδιων των ηγετών της Δεξιάς πως θα κατέφευγαν σε «επανάσταση» για τη «σωτηρία του έθνους».

Δεύτερο, με μια συστηματική προσπάθεια εξασφάλισης ολοκληρωτικού και αποτελεσματικού ελέγχου της Δεξιάς πάνω στον Κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα στο Στρατό και στα Σώματα Ασφαλείας, και με την παντοειδή ενίσχυση των παρακρατικών φασιστικών οργανώσεων.

Πίσω απ’ όλα αυτά δρούσαν συνωμοτικά οι άνθρωποι του «ΙΔΕΑ» και του «ΠΕΡΙΚΛΗ», τα ελληνόφωνα όργανα της αμερικάνικης CΙΑ που προορίζονταν να παίξουν το ρόλο των άμεσων εκτελεστών του σχεδίου επιβολής στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας.

Σε όλη την προσπάθεια προώθησης του πραξικοπήματος σημαντικός στάθηκε ο ρόλος που έπαιξε το Παλάτι με όλες τις «δυνάμεις επιρροής και εξουσίας» που διέθετε. Στην πραγματικότητα, το Παλάτι είχε μετατραπεί σε ένα κέντρο πόλωσης των πιο αντιδραστικών δυνάμεων, κέντρο σκοτεινών μηχανορραφιών και μαύρων συνωμοσιών.

Με το αμερικανόπνευστο μοναρχικό πραξικόπημα της 5 Ιούλη του 1965 ανατράπηκε η κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου και σε συνέχεια εξουδετερώθηκαν τα δυναμικά ερείσματα, που είχε επιχειρήσει να δημιουργήσει στον Κρατικό μηχανισμό η Ε. Κ. και μέσα από μια σειρά αλληλοδιάδοχες Κυβερνήσεις (των λεγόμενων «Αποστατών της Ε. Κ.» και του τραπεζίτη Παρασκευόπουλου) προωθήθηκε τελικά, στις αρχές Απρίλη του 1967, η Ε.Ρ.Ε. στην Κυβερνητική εξουσία.

Τώρα οι δυνάμεις του πραξικοπήματος ήταν πανέτοιμες για την τελική έφοδο. Όλη η χώρα είχε καλυφθεί από ένα πυκνό προπέτασμα αντικομμουνιστικού καπνού και ο οργανωτικο – στρατιωτικός μηχανισμός της συνωμοσίας, έχοντας θέσει κάτω από τον ολοκληρωτικό έλεγχό του τα βασικά κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, τελούσε σε πλήρη ετοιμότητα για δράση.

Η Κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., εξάλλου, ήταν ενημερωμένη για το προετοιμαζόμενο πραξικόπημα και ουσιαστικά είχε σαν αποστολή της ακριβώς την κάλυψή του.

β. Η αντικομμουνιστική πολιτική του Κέντρου έστρωσε το δρόμο στο φασισμό

Η Ε. Κ. με την αντικομμουνιστική πολιτική που ακολούθησε, τόσο σαν Κυβέρνηση στα χρόνια 1963-1965, όσο και σαν αντιπολίτευση στην επόμενη περίοδο, διευκόλυνε, στην πραγματικότητα, τις φασιστικές δυνάμεις κι έστρωνε το δρόμο για την επιβολή ανοιχτής στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας στην Ελλάδα.

Όταν, στα 1963—1964, με τη δημαγωγία και την απάτη ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, η Ε. Κ. άφησε άλυτα όλα τα προβλήματα του τόπου, συνέχισε την ίδια, ουσιαστικά, πολιτική της Ε.Ρ.Ε., ενώ ταυτόχρονα διατήρησε ανέπαφα όλα τα στηρίγματα της αντιδραστικής Δεξιάς στον κρατικό μηχανισμό, ανέχθηκε την ασύδοτη συνωμοτική δραστηριότητα της χούντας του ΙΔΕΑ και των παρακρατικών φασιστικών οργανώσεων και στις συνθήκες έντασης της αντικομμουνιστικής εκστρατείας της Δεξιάς, ύψωσε κι αυτή (η Ε. Κ.) τη σημαία του αντικομμουνισμού και δυνάμωσε τα κυβερνητικά – αστυνομικά μέτρα περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών και καταστολής των λαϊκών αγώνων. Την ίδια πολιτική ουσιαστικού συμβιβασμού με τη Δεξιά και αντιπαράθεσης στις πραγματικά δημοκρατικές δυνάμεις της Αριστεράς ακολούθησε η Ε. Κ. και μετά την ανατροπή της από την κυβερνητική εξουσία τον Ιούλη του 1965.

Η ψευτοϋπηρεσιακή – μεταβατική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου που σκάρωσε ο Γ. Παπανδρέου από κοινού με τον Π. Κανελλόπουλο το Δεκέμβρη του 1966, αποτελεί μια απόδειξη γι’ αυτό.

Η Ε.Ρ.Ε. και η Ε.Κ. έκφραζαν δυο χωριστές και ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης της χώρας και αντίστοιχες ξένες ιμπεριαλιστικές επιρροές – την αμερικάνικη η Ε.Ρ.Ε. και την αγγλική, γενικότερα δυτικοευρωπαϊκή, η Ε.Κ. (κύρια η παπανδρεϊκή της πτέρυγα)1 .

Πάνω στη βάση αυτή, προέκυψε και αναπτυσσόταν μια οξύτατη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, όμως οι δυνάμεις αυτές ενώνονταν μπροστά στον κίνδυνο, που δημιουργούσε για τα γενικά και κοινά ταξικά τους συμφέροντα, η άνοδος των λαϊκών – προοδευτικών δυνάμεων, και δεν ήθελαν να εξωθήσουν τη μεταξύ τους διαμάχη σε κατευθύνσεις που να μπορούσε να αξιοποιήσει για δικό του όφελος ο λαϊκός παράγοντας.

Ο Γ. Παπανδρέου είχε σαφή συνείδηση πως η προώθηση των δυνάμεων του φασιστικού πραξικοπήματος στην εξουσία θα εσήμαινε γι’ αυτόν και για τις δυνάμεις που εκπροσωπούσε σοβαρό χτύπημα, απώλεια ουσιαστικών θέσεων και προνομίων.

Δεν ήθελε, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση, να προχωρήσει σε αποφασιστική σύγκρουση με τη Δεξιά, δεν ήθελε να στηριχτεί στο λαϊκό – δημοκρατικό παράγοντα για να αντιμετωπίσει τη φασιστική απειλή, γιατί ήξερε πως αυτό, αναπόφευχτα, θα έβαζε ζήτημα γενικότερων αλλαγών στην πολιτική ζωή της χώρας, θα οδηγούσε σε γενικότερες ανατροπές, που θα έθιγαν, σε τελευταία ανάλυση, τα συμφέροντα της μεγάλο – αστικής τάξης και της ξενοκρατίας συνολικά. Αυτά ακριβώς καθόριζαν την αντιφατική και ουσιαστικά συμβιβαστική στάση της Παπανδρεϊκής Ε. Κ. απέναντι στη φασιστική απειλή.

Η βασική προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου, την περίοδο αυτή, ήταν να ευνουχίσει το συνεπή χαραχτήρα της λαϊκής πάλης, να παρασύρει τις λαϊκές μάζες και να τις υποτάξει στις δικές του αντικομμουνιστικές κατευθύνσεις και να τις χρησιμοποιήσει σα μέσο πίεσης για να πετύχει ένα συμβιβασμό με τη Δεξιά και τους Αμερικάνους. Έτσι ακριβώς, όμως, έστρωνε το δρόμο για την επιβολή της φασιστικής διχτατορίας.

γ. Οι ρεβιζιονιστές αποπροσανατόλισαν και αποδιοργάνωσαν το λαϊκό Κίνημα

Μπροστά στην επίθεση των δυνάμεων του φασιστικού πραξικοπήματος αποκαλύφθηκε ολοκληρωτικά ο οππορτουνιστικός χαρακτήρας της πολιτικής των ηγετών του ΚΚΕ και της ΕΔΑ.

Ύστερα από την περιβόητη «6η Ολομέλεια» του 1956 οι ρεβιζιονιστές είχαν προχωρήσει βαθμιαία ως την πλήρη άρνηση των απαιτήσεων μιας αγωνιστικής πολιτικής. Με το θρίαμβο των κοινοβουλευτικών αυταπατών, ύστερα ιδιαίτερα από τις εκλογές του 1958, τη διάλυση των οργανώσεων του ΚΚΕ και την πλατειά διάδοση του λεγκαλιστικού πνεύματος αυτοί είχαν οδηγήσει το λαϊκό κίνημα σε ολοκληρωτικό αφοπλισμό.

Στις συνθήκες της καραμανλικής κυριαρχίας, συνθηκολογώντας όλο και περισσότερο μπροστά στην πίεση του αντιπάλου και αναζητώντας απεγνωσμένα μια πλάγια διέξοδο, οι ρεβιζιονιστές στήριξαν τις ελπίδες τους στη «φιλελεύθερη» αστική τάξη και βαθμιαία παρέδωσαν την ηγεσία των δημοκρατικών μαζών στο Γ. Παπανδρέου, ενώ στις εκλογές του 1963 και 1964 έφτασαν, με τον «εκλογικό ελιγμό», στην ανοιχτή, χωρίς αρχές, εκχώρηση Αριστερών δυνάμεων στην Ε.Κ. για να υποβοηθήσουν την εκλογική της νίκη. Μετά την άνοδο του Γ. Παπανδρέου στην κυβερνητική εξουσία, οι ρεβιζιονιστές εγκατέλειψαν κάθε αντιαμερικάνικο – αντιιμπεριαλιστικό σύνθημα, διακήρυξαν επίσημα πως αποδέχονται το ΝΑΤΟ («Η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, ναι, όσο αυτό είναι η πολιτική θέληση της πλειοψηφίας») και πρόβαλαν το λεγόμενο «πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού», που καλλιεργούσε την ιδέα της συνεργασίας των τάξεων και της πραγματοποίησης, πάνω στη βάση αυτή, «ριζικών αλλαγών» στη ζωή του τόπου χωρίς, ωστόσο, να θιγούν οι βάσεις της αμερικανοκρατίας και της υποτέλειας. Την περίοδο αυτή, παρά τον ολοένα αυξανόμενο αντικομμουνισμό του Γ. Παπανδρέου, η βασική επιδίωξη των ρεβιζιονιστών ήταν η με κάθε τρόπο υπεράσπιση και στήριξη της «δημοκρατικής», όπως τη χαρακτήριζαν, κυβέρνησης της Ε.Κ.

Ύστερα από το μοναρχικό πραξικόπημα του Ιούλη 1965, όταν η απειλή της Δεξιάς πρόβαλε πιο έντονα, οι ρεβιζιονιστές γαντζώθηκαν ακόμα περισσότερο στην Ε.Κ., έγιναν απροκάλυπτοι υμνωδοί του «νόμιμου πρωθυπουργού» (δηλ. του Γ. Παπανδρέου), ενώ ταυτόχρονα υποστήριζαν τη θεωρία της «διαφοροποιημένης» και «δημοκρατικής» Δεξιάς. Με την «πρόταση από 5 σημεία» της Ε.Ε. της ΕΔΑ, που διατύπωσαν την ίδια αυτή περίοδο, προσπάθησαν να εξευμενίσουν τη φασιστική αντίδραση εκφράζοντας την προθυμία να αναλάβουν δημόσια δέσμευση πως «δε θα θέσουν πολιτειακόν», προτείνοντας την αμνήστευση των συνωμοτών αξιωματικών της Υπόθεσης ΠΕΡΙΚΛΗΣ (σχέδιο πραξικοπήματος της Δεξιάς) και γενικά εκφράζοντας ένα πνεύμα «δημοκρατικής νομιμοφροσύνης».

Σ’ όλη την περίοδο από τον Ιούλη του 1965 ως τον Απρίλη του 1967 η ταχτική των ρεβιζιονιστών ήταν η ταχτική τού «να μην οξύνουμε τα πράγματα», «να αφαιρέσουμε τα προσχήματα από τη Δεξιά». Γι’ αυτό προσπάθησαν να ευνουχίσουν το Πανδημοκρατικό Κίνημα των πλατειών λαϊκών μαζών, που αναπτύχθηκε ορμητικά ύστερα από τον Ιούλη του 1965, να αφαιρέσουν από το κίνημα αυτό κάθε αντι-ιμπεριαλιστικό αγωνιστικό χαραχτήρα.

Γι’ αυτό προσπάθησαν να «απολιτικοποήσουν» τα εργατικά συνδικάτα, τις φοιτητικές και τις άλλες μαζικές λαϊκές οργανώσεις, να απογυμνώσουν την πάλη τους από κάθε αγωνιστικό στοιχείο. Γι’ αυτό συγκέντρωσαν τα κύρια πυρά τους ενάντια στους συνεπείς αγωνιστές της Αριστεράς, ενάντια στους μαρξιστές – λενινιστές προσπαθώντας με κάθε μέσο να εμποδίσουν τη διάδοση της γραμμής τους. Ακολουθώντας αυτή την ταχτική οι ρεβιζιονιστές έλπιζαν πως «η διχτατορία θα αποφευχθεί» και «η χώρα θα οδηγηθεί σε μια εκλογική διαδικασία ομαλοποιήσεως». Ακριβώς σ’ αυτή την προοπτική ποντάριζαν, και από τις αρχές ακόμα του1967 η δραστηριότητά τους έπαιρνε όλο και πιο έντονο «προεκλογικό» χαραχτήρα, για να φτάσουν να προτείνουν ανοιχτά, επίσημη «σύμπραξη» ακόμα και στους «αποστάτες» της Ε.Κ., που είχαν χρησιμεύσει σαν εκτελεστικά όργανα του μοναρχικού πραξικοπήματος του Ιούλη 1965 και να διακηρύχνουν πως ο βασιλιάς «θέλει τις εκλογές» και μάλιστα με «άδολην αναλογικήν».

Το αποκορύφωμα της σύγχυσης των ρεβιζιονιστών ήταν η καλλιέργεια, στις παραμονές ακριβώς του στρατιωτικό – φασιστικού πραξικοπήματος, της ιδέας πως «στα 1967, σε μια χώρα της Ευρώπης, οι Αμερικάνοι δε θα τολμήσουν να προωθήσουν και να υποστηρίξουν μια φασιστική διχτατορία». Έτσι, τη στιγμή που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, με εκτελεστικά όργανα τους φασίστες στρατοκράτες του ΙΔΕΑ και του ΠΕΡΙΚΛΗ, προχωρούσε στην επιβολή της ανοιχτής φασιστικής διχτατορίας, οι λαϊκές μάζες, που βρίσκονταν ακόμα κάτω από την επιρροή του ρεβιζιονισμού, έμεναν απροσανατόλιστες, αποδιοργανωμένες, με υπονομευμένη τη δύναμη για πάλη, αφοπλισμένες ιδεολογικά – πολιτικά – οργανωτικά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δε μπορούσε να γίνει σοβαρά λόγος για αντίσταση στο πραξικόπημα της 21 Απρίλη του 1967. Τέτοια ήταν η κατάληξη της «νέας», οππορτουνιστικής πολιτικής, που είχε επιβάλει στο ΚΚΕ η χρουστσιωφική επέμβαση του 1956 και ακριβώς χάρη σ’ αυτήν πέρασε ο φασισμός στην Ελλάδα. Από διεθνή άποψη, εξάλλου, η πολιτική της «ειρηνικής συνεργασίας» και της «ειρηνικής άμιλλας», η πολιτική των υποχωρήσεων και των συμβιβασμών, που ακολουθούσε η σοβιετική καθοδηγητική κλίκα απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, διευκόλυνε τον τελευταίο να προχωρήσει ανενόχλητος στην εφαρμογή των σχεδίων του και στην Ελλάδα.


1 Παρά το γεγονός πως η Ε.Ρ.Ε. και η Ε.Κ. έκφραζαν συνολικά την περίοδο αυτή την αμερικάνικη και την αγγλική (ή γενικότερα, δυτικοευρωπαϊκή) επιρροή αντίστοιχα, θα ήταν, ωστόσο, λαθεμένη κάθε απλούστευση και σχηματοποίηση. Παρά τη βασική αυτή τοποθέτησή τους, το καθένα από τα δυο αυτά κόμματα (Ε.Ρ.Ε. και Ε.Κ.) αποτελούσε μόνιμα αντικείμενο του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ακόμα και ανάμεσα σε διάφορα μονοπωλιακά συγκροτήματα μιας ορισμένης ιμπεριαλιστικής δύναμης και στις πολιτικές τους εκφράσεις (π.χ. ανάμεσα στη «νιξονική» και στην «κεννεντική» ομάδες των Η.Π.Α.). Γι’ αυτό και στους κόλπους των κομμάτων αυτών συγκρούονταν διάφορες ομάδες «φιλοαμερικάνικες», «φιλοαγγλικές» κ.ά. χωρίς αυτό να αλλοιώνει τη βασική τους τοποθέτηση όπως σκιαγραφήθηκε παραπάνω.