Με διαδικασίες “εξπρές” και εν μέσω των χριστουγεννιάτικων διακοπών, τακτική που θυμίζει τον κλέφτη, το υπουργείο Παιδείας μεθοδεύει μια πολύ καλά ενορχηστρωμένη επιχείρηση άλωσης των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, μονίμων και αναπληρωτών. Πρόκειται για το διαβόητο πλέον “προσοντολόγιο” που συνδέεται με το “νέο σύστημα διορισμών” εκπαιδευτικών, που υποτίθεται πως θα ισχύσει από εδώ και στο εξής, αντικαθιστώντας τον παλιό κακόφημο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, ο οποίος έπαψε να ισχύει από την εποχή της Διαμαντοπούλου.

Η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας δεν πρωτοτύπησε στον τρόπο που μεθόδευσε την επιβολή του νέου νόμου – έκτρωμα. Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια όλες οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας, τόσο επί κυβερνήσεων ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, όσο και επί ΣΥΡΙΖΑ, διακήρυτταν κάθε Σεπτέμβρη πως από την επόμενη(!) χρονιά επίκεινται χιλιάδες μόνιμοι διορισμοί. Πρώτος ο Λοβέρδος μίλησε για 5.000 μόνιμους διορισμούς. Τον πρόλαβαν όμως οι εκλογές του 2015 και απέμεινε να καταγγέλλει πως το υπουργικό του έργο έμεινε ανολοκλήρωτο. Στη συνέχεια ο Μπαλτάς εξήγγειλε 25.000 διορισμούς, από τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και ο Φίλης προσγειώνοντας τα νούμερα σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της ίδιας όμως δημαγωγικής πολιτικής, μιλώντας για 10.000 διορισμούς. Τελευταίος στη σειρά ο Γαβρόβλου εξειδικεύει τις εξαγγελίες του, κάνοντας λόγο για 4.500 διορισμούς στην ειδική αγωγή και περίπου 15.000 στο σύνολο. Με μαεστρία όμως διευρύνει τον ορίζοντα όχι στην επόμενη σχολική χρονιά, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά σε βάθος τριετίας, κλείνοντας πονηρά το μάτι στους δεκάδες χιλιάδες αναπληρωτές εκπαιδευτικούς για τη “σωστή” και “συνεπή” στάση που θα πρέπει να κρατήσουν στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές έρθουν. Με άλλα λόγια, πατώντας πάνω στις πιο βαθιές αγωνίες και στην εργασιακή ανασφάλεια δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών, που κάθε χρόνο ανακυκλώνονται ανάμεσα στην ελαστική εργασία και στην ανεργία, ασκεί τον πιο χυδαίο εκβιασμό, υποσχόμενος μόνιμη εργασία, παράγοντας νέο κύκλο αυταπατών.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως πέτυχε και κάτι πέρα από τη γενικότερη απογοήτευση και υποχώρηση που έσπειρε η πολιτική του. Επί τριάμισι χρόνια κατόρθωσε να σύρει τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ – ΔΟΕ) και με ευθύνη των συνδικαλιστικών δυνάμεων που πρόσκεινται στη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και φυσικά τον ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα άγονο κύκλο “διαλόγων” για το κενό που υπήρχε στο περιβόητο σύστημα διορισμών. Έτσι, όλες οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας απαιτούσαν επιτακτικά από τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες “να καταθέσουν τις προτάσεις τους”. Πέτυχε, λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο να τις ξεδοντιάσει, να τις μετατρέψει σε παρακολουθητές και χειροκροτητές της κυβερνητικής πολιτικής, κάθε φορά που η εκάστοτε ηγεσία εξήγγειλε διορισμούς, την ίδια ώρα που τα επιτελεία του υπουργείου Παιδείας επεξεργάζονταν και μεθόδευαν την επιβολή των νεοφιλελεύθερων συνταγών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Έτσι σήμερα το διαβόητο προσοντολόγιο παρουσιάζεται σαν ώριμο φρούτο, που έρχεται να καλύψει το υποτιθέμενο κενό στο σύστημα διορισμών, σαν το κομμάτι εκείνο του παζλ που έλειπε από το κάδρο των περίφημων μόνιμων διορισμών.

Περί τίνος πρόκειται

Συνοπτικά το προσοντολόγιο που εισάγει προς ψήφιση, εσπευσμένα μάλιστα, η κυβέρνηση, προβλέπει έναν κατάλογο μοριοδοτούμενων κριτηρίων και προσόντων βάσει των οποίων ο υποψήφιος εκπαιδευτικός θα διαμορφώνει τα μόριά του, θα κατατάσσεται και βάσει αυτών θα διορίζεται. Τα κριτήρια – προσόντα περιλαμβάνουν, πέρα από το βασικό πτυχίο, μεταπτυχιακούς τίτλους, διδακτορικά, παντός είδους σεμινάρια, ξένες γλώσσες, δεξιότητες στους Η/Υ και όχι μόνο. Καθένα από τα προηγούμενα επιμερίζεται και εξειδικεύεται ακόμα περισσότερο ανάλογα με τη βαθμολογία που έχει ο κάθε εκπαιδευτικός σε καθέναν από τους τίτλους σπουδών του. Την ίδια ώρα εισάγονται και μια σειρά κοινωνικών κριτηρίων όπως η οικογενειακή κατάσταση, τα παιδιά κλπ ως προσόντα για το διορισμό. Τέλος η εργασιακή εμπειρία (προϋπηρεσία) αποτελεί ένα μικρό κλάσμα στο σύνολο των εισαγόμενων κριτηρίων – προσόντων.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πιάνει το νήμα από τους διακηρυγμένους στόχους του ΠΑΣΟΚ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν στο όνομα του εκσυγχρονισμού, αλλά και μετέπειτα, ακολουθώντας πιστά όλες τις υπαγορεύσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, επιχειρούσε την πλήρη απαξίωση των πτυχίων ως εφόδια για την επαγγελματική αποκατάσταση. Ο περίφημος διαγωνισμός του ΑΣΕΠ αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή απόπειρα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (Αρσένης ’98) να αμφισβητήσει ευθέως την αξία των πτυχίων ως μοναδικά κριτήρια για το διορισμό των εκπαιδευτικών. Οι προσπάθειες αυτές σήμερα συναντιώνται με την κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επιφέρει ένα ακόμα σαρωτικό πλήγμα τόσο στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, όσο και στην αξία των ίδιων των πτυχίων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως από τον τρόπο μοριοδότησης που εισηγείται το υπουργείο Παιδείας, το βασικό πτυχίο – μέχρι τώρα μοναδικό κριτήριο – δεν αποτελεί παρά μία πολύ μικρή συνιστώσα στο πέλαγος των τίτλων και των χαρτιών που απαιτούνται για τους όποιους μελλοντικούς διορισμούς.

Αέναο κυνήγι τίτλων

Επί της ουσίας το σχέδιο του υπουργείου Παιδείας ανοίγει το δρόμο για τη ριζική και αντιδραστική αναδιάρθρωση του εργασιακού καθεστώτος στην εκπαίδευση. Τα πτυχία απαξιώνονται. Κυβέρνηση και υπουργείο επισημοποιούν την έναρξη ενός αδιάκοπου αγώνα δρόμου, χωρίς τελειωμό για δεκάδες χιλιάδες αποφοίτων που θέλουν να δουν τον εαυτό τους στο κάδρο της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά και εκπαιδευτικών που εργάζονται εδώ και πάνω από μια δεκαετία ως αναπληρωτές. Ενός αγώνα δρόμου για την απόκτηση δεύτερων και τρίτων πτυχίων, μεταπτυχιακών, διδακτορικών, σεμιναρίων, ενώ ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Ούτε φυσικά και το κυνήγι τίτλων έχει σταματημό, αφού αυτά ποτέ δεν θα θεωρούνται αρκετά.

Την ίδια στιγμή ενορχηστρώνεται και επισημοποιείται με την υπουργική βούλα μια ολόκληρη βιομηχανία χρηματοδοτούμενων μεταπτυχιακών και σεμιναριακών προγραμμάτων μέσα στα πανεπιστήμια αλλά και έξω από αυτά. Στήνεται με άλλα λόγια ένας νέος χορός πάνω στις αγωνίες δεκάδων χιλιάδων με τεράστια οικονομικά οφέλη και κέρδη.

Οι πραγματικοί στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής

Φυσικά κανένας από τους υποτιθέμενους και διακηρυγμένους σκοπούς της κυβέρνησης δεν υπηρετείται από την πολιτική αυτή. Η μόνιμη και σταθερή εργασία θυμίζουν περισσότερο τον ορίζοντα που όσο τον πλησιάζεις, άλλο τόσο αυτός απομακρύνεται. Η πολιτική του υπουργείου Παιδείας μετατρέπει τις ελπίδες χιλιάδων αναπληρωτών εκπαιδευτικών για μόνιμο διορισμό τους σε άπιαστο όνειρο. Την ίδια ώρα το μέτρο της ελαστικής και επισφαλούς εργασίας στην εκπαίδευση γίνεται καθεστώς και χιλιάδες εκπαιδευτικοί κάθε χρόνο θα υποχρεώνονται όχι μόνο να κυνηγούν νέα προσόντα, αλλά θα εγκλωβίζονται και θα ανακυκλώνονται κάθε χρόνο στο εκβιαστικό δίπολο εργασία – ανεργία.

Και βέβαια στο τέλος αυτής της σκληρής διαδρομής καραδοκεί η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Πίσω από τα μόρια, τα προσόντα, τα μεταπτυχιακά και τις “αριστείες” μεθοδεύεται σιωπηλά η επιβολή της πιο σκληρής ατομικής αξιολόγησης, νεοφιλελεύθερης κοπής και έμπνευσης, για να αλώσει ακόμα περισσότερο τις εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών και να επιβάλει νέα δεσμά χειραγώγησης των εκπαιδευτικών. Η εικόνα του σχολείου που μετατρέπεται σε παλαίστρα ανταγωνισμού προσόντων ανάμεσα στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς φαντάζει ζοφερή, αλλά δεν ανήκει στο πολύ μακρινό μέλλον.

Ενιαίος πανεκπαιδευτικός αγώνας για την απόκρουση της κυβερνητικής πολιτικής

Η νέα κυβερνητική επέλαση που ακούει στο όνομα “προσοντολόγιο” πρέπει να συναντήσει την πιο ισχυρή αντίσταση. Η υπόθεση αυτή διαπερνά, και κατά συνέπεια αφορά, τις στρατιές των χιλιάδων αναπληρωτών εκπαιδευτικών (δάσκαλοι – καθηγητές) που εδώ και μια δεκαετία δουλεύουν στις εσχατιές του τόπου μας και κάθε καλοκαίρι βρίσκονται απολυμένοι και αβέβαιοι για την επόμενη μέρα. Αφορά τους πάνω από 120.000 μόνιμους εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι θα έρθουν άμεσα αντιμέτωποι με τις αντιδραστικές συνέπειες της πολιτικής  αυτής στο μισθό τους, στο ωράριό τους, στις εργασιακές τους συνθήκες. Αφορά τις δεκάδες χιλιάδες φοιτητές που βλέπουν τα πτυχία τους να κουρελιάζονται και να απαξιώνονται, όπως ακριβώς το οραματιζόταν η Διαμαντοπούλου όταν διακήρυσσε τη διαβόητη “δια βίου μάθηση”.

Η αναχαίτιση της αντιδραστικής και αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, η απόκρουση και η ανατροπή της περνά μέσα από τη συγκρότηση ενός ενιαίου πανεκπαιδευτικού αγωνιστικού μετώπου διάρκειας, με απεργιακά χαρακτηριστικά και διαδηλώσεις. Μέσα στα σωματεία, στις επιτροπές αγώνα, στους φοιτητικούς συλλόγους και τις γενικές συνελεύσεις πρέπει να δοθεί τώρα το σύνθημα της ανυποχώρητης πάλης για να μην περάσουν τα μέτρα του προσοντολογίου, που φέρνουν την αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, την απαξίωση των πτυχίων και την αξιολόγηση. Το δικαίωμα στη σταθερή και μόνιμη εργασία είναι αναφαίρετο για όλους. Απέναντι στον πολυκερματισμό των “προσόντων” και της “αριστείας” που επιβάλλει η πολιτική κυβέρνησης και υπουργείου Παιδείας, το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να αντιτάξει το πτυχίο και την εργασιακή εμπειρία ως μοναδικά κριτήρια για τη σταθερή και μόνιμη εργασία για όλους τους εκπαιδευτικούς. Η πολιτική που διαιωνίζει και γιγαντώνει τα δεκάδες χιλιάδες κενά στα σχολεία και υπονομεύει τη Δημόσια Εκπαίδευση πρέπει να ανατραπεί διεκδικώντας άμεσα μαζικούς και μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών ώστε να καλυφθούν όλα τα κενά. Να μην υπάρξει κανένα σχολείο και κανένας μαθητής  χωρίς το δάσκαλό του. Όλοι οι εκπαιδευτικοί και οι φοιτητές πρέπει το επόμενο διάστημα να συναντηθούν στο δρόμο του ενιαίου πανεκπαιδευτικού αγώνα, στις απεργίες, στα συλλαλητήρια και τις διαδηλώσεις για να αποκρουστεί η αντιδραστική και αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης.