Τέλος καλοκαιριού και όλα δείχνουν πως η κυβερνητική πολιτική επιφυλάσσει ένα βαρύτερο φθινόπωρο και χειμώνα για το ελληνικό λαό. Η προαναγγελία του θα γίνει και από τις ομιλίες του Κυρ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, όπου όσο και αν επιχειρηθεί, ως συνήθως, να στολισθεί η κυβερνητική πολιτική με μια γαρνιτούρα από ψίχουλα ψευτοεξαγγελιών για την «βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών», δεν πρόκειται να κρυφτεί το αντιλαϊκό μέγεθός της. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η κυβερνητική προπαγανδιστική προετοιμασία για τη ΔΕΘ φρόντισε να διαρρέει, εκ προοιμίου, ότι «δεν αναμένεται ένα καλάθι παροχών», γιατί η ΕΕ για τους νέους προϋπολογισμούς από το 2025 ξαναεντείνει τους «δημοσιονομικούς περιορισμούς», ήδη στέλνει το προμήνυμα, για το βάρος που θα πάρει η κυβερνητική αντιλαϊκή επίθεση τη χρονιά που έχουμε μπροστά μας.
Αυτό θα έλθει να πέσει πάνω σε μια κατάσταση του ελληνικού λαού και της χώρας που από κάθε πλευρά, οικονομική, κοινωνική, πολιτική έχει γίνει εξαιρετικά επώδυνη και επικίνδυνη, όπως το δείχνουν και όλα τα στοιχεία που την καταγράφουν την πορεία της:
Η καταχρέωση του ελληνικού κράτους διογκώνεται αδιάκοπα και το δημόσιο χρέος έχει φτάσει το ιστορικά υψηλό επίπεδο των 407 δισ. ευρώ (κοντά στο διπλάσιο του ΑΕΠ της). Το κρατικό χρέος συμπληρώνεται και από το μεγάλο ιδιωτικό χρέος που βρίσκεται σε αύξουσα πορεία και μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023 έχει σημειώσει αύξηση περίπου 22%! Η καταφυγή στο συνεχή δανεισμό για να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες της οικονομίας παραμένει βασικός άξονας της κυβερνητικής πολιτικής, ο οποίος βουλιάζει διαρκώς την Ελλάδα στο βάλτο του χρέους. Μέσα από νέα «προγράμματα» δανεισμού που έρχονται να προστεθούν σε εκείνα των μνημονίων και σε άλλα προηγούμενα, όπως αυτό του «Ταμείου Ανάκαμψης», η ΕΕ και οι ξένοι δανειστές επιβάλλουν διαρκώς «προαπαιτούμενα» που μεταφράζονται σε απανωτά αντιλαϊκά μέτρα.
Η ΝΔ, μια πενταετία τώρα, έχει οξύνει όλα τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας έχοντας επιβάλει μια κυβερνητική διαχείριση που αλώνει όλα τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα του λαού και στηρίζει το θησαυρισμό του μεγάλου κεφαλαίου.
Η ακρίβεια, καθώς η κυβερνητική πολιτική πριμοδοτεί ασύστολα την μεγαλοεπιχειρηματική κερδοσκοπία και αισχροκέρδεια, έχει αναδειχθεί σε μια ασταμάτητη μάστιγα. Παρά τα επαναλαμβανόμενα ψεύδη του Μητσοτάκη ότι το πρόβλημα της ακρίβειας «βαίνει προς το τέλος» και τα «χειρότερα στον πληθωρισμό τα έχουμε αφήσει πίσω», η άνοδος των τιμών, πρώτα απ’ όλα στην ενέργεια που αλυσιδωτά μετακυλίεται σε όλη την οικονομία, συνεχίζεται ασυγκράτητη και ανεξέλεγκτη. Ο Αύγουστος έκλεισε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να πετυχαίνει για την Ελλάδα την υψηλότερη μέση τιμή της κιλοβατώρας ρεύματος. Την τελευταία διετία το μέσο επίπεδο τιμών των τροφίμων και των καταναλωτικών αγαθών έχει αυξηθεί πάνω από 30%! Και ο ΟΑΣΑ σε πρόσφατη δημοσίευσή του αναφέρει ότι το πρώτο εξάμηνο του 2024 το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 2%.
Η ακρίβεια συνδυάζεται με την κατακρήμνιση των μισθών και τις πιο άγριες εκμεταλλευτικές σχέσεις που έχουν προωθήσει οι νόμοι Χατζηδάκη και Γεωργιάδη που θεσμοθέτησαν την 6ήμερη εργασία, την αύξηση των ωρών εργασίας και τις απλήρωτες υπερωρίες, την ασύδοτη επέκταση της ελαστικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα οι εργοδότες να έχουν εκπαραθυρώσει το 8ωρο και 5ήμερο εργασίας. Το αποτέλεσμά τους αποτυπώθηκε, ήδη, σε μια τελευταία μελέτη του ΚΕΠΕ, η οποία υπολόγισε πως οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα παίρνουν πλέον το χαμηλότερο ωρομίσθιο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση! Αποτυπώνεται ακόμη στη μεγάλη αύξηση των εργατικών «ατυχημάτων». Αν δίπλα σε αυτά τοποθετήσει, κανείς, και την τεράστια φορολεηλασία της κυβερνητικής δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία «κατάφερε» το πρώτο εξάμηνο του 2024 να εισπράξει 2,2 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους από ό,τι πρόβλεπε το σχέδιο προϋπολογισμού του 2024 (αύξηση 6,3%, κυρίως λόγω της μεγάλης ανόδου των τιμών και της άρνησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μειώσει το ΦΠΑ). Αν τοποθετήσει ακόμα τα πρωτοφανή υπερκέρδη που αποκομίζουν οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις στον τομέα της ενέργειας, της αλυσίδας τροφίμων κλπ, μπορεί να δει όλο το χαρακτήρα της ληστρικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη που βυθίζει στη φτώχεια τις λαϊκές μάζες.
Δεν έχει τσακίσει μόνο οικονομικά τα εργατικά και λαϊκά στρώματα η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Έχει τσεκουρώσει και τσεκουρώνει και όλα τα κοινωνικά δικαιώματά τους διαλύοντας τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες και ιδιωτικοποιώντας την παροχή τους.
Το δημόσιο σύστημα υγείας κατεδαφίζεται (κλείσιμο μονάδων νοσοκομείων ή και ολόκληρων νοσοκομείων, άρνηση πρόσληψης υγειονομικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία και υπηρεσίες υγείας κλπ), οι τιμές των φάρμακων ακριβαίνουν. Στυγνά εφαρμόζεται η πολιτική του «όποιος θέλει να γιατρευτεί πρέπει να πληρώσει».
Στην ίδια ρότα η δημόσια παιδεία συρρικνώνεται με το κλείσιμο τμημάτων και σχολικών μονάδων και την έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, τα πανεπιστήμια ιδιωτικοποιούνται, οι φραγμοί για να μορφωθούν και να σπουδάσουν τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων, αφού δεν έχουν το βαλάντιο που απαιτεί η κυβέρνηση, μεγαλώνουν.
Το δικαίωμα στην κατοικία έχει χτυπηθεί σκληρά, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει κρατική μέριμνα για λαϊκή στέγη, αλλά και γιατί με το γιγάντωμα του συστήματος βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών και με την ανεξέλεγκτη άνοδο των ενοικίων έχει φουντώσει η στεγαστική κρίση (υπολογίζεται ότι 40% του εισοδήματος των ενοικιαστών πηγαίνει σε νοίκι και λογαριασμούς της κατοικίας). Ενώ συνεχίζονται και οι πλειστηριασμοί χιλιάδων κατοικιών (για το δεύτερο εξάμηνο του 2024 προβλέπονται 10.234 πλειστηριασμοί ακινήτων).
Το κρατικό σύστημα πολιτικής προστασίας, παρά τα όσα έχουν προηγηθεί (πυρκαγιά στο Μάτι, πλημμύρες στη Μάντρα, πυρκαγιές 2022 κλπ), όπως έδειξαν η τραγωδία της περσινής πλημμύρας στη Θεσσαλία, το φρικτό θέαμα των νεκρών ψαριών στο Βόλο τώρα, η μη αποκατάσταση των ζημιών της πλημμύρας ένα χρόνο μετά, οι φετινές πυρκαγιές στην Αττική που μπήκαν μέσα στον αστικό ιστό, εξακολουθεί να παραμένει αποδιοργανωμένο και αποστελεχωμένο και να υπογραμμίζει την αδιαφορία και την άρνηση της κυβέρνησης να στηρίξει ένα κρατικό σύστημα που θα προστατεύει αποτελεσματικά τον πληθυσμό από φυσικούς κινδύνους. Αντίθετα, η κυβερνητική πολιτική με την έγκριση επιχειρηματικών επενδυτικών σχεδίων, την αλλαγή προστατευτικών νομοθεσιών, την εγκατάσταση ανεμογεννητριών κ.ά. επεκτείνει την καταστροφή του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος.
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων κλιμακώνεται με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, υπό τον Χατζηδάκη, να προχωρεί στη νομοθέτηση σχετικής διαδικασίας, στο πρότυπο της ΔΕΗ, εφτά ακόμα δημόσιων οργανισμών (ΕΛΤΑ, ΟΑΣΑ, ΔΕΘ κ.ά.).
Τμήμα της κυβερνητικής πολιτικής οικονομικής αφαίμαξης του ελληνικού λαού αποτελεί και η διοχέτευση τεράστιων κρατικών οικονομικών κονδυλίων για την αγορά πολεμικών εξοπλισμών από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τις άλλες δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες, μέσα από την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσβλέπει στην «αγορά» δυτικής ιμπεριαλιστικής «προστασίας». Η πολιτική αμερικανοΝΑΤΟικής υποτέλειας της κυβέρνησης της ΝΔ φορτώνει με δυσβάστακτα εξοπλιστικά χρέη τον ελληνικό λαό και ταυτόχρονα έχει κάνει τη χώρα βάση και διάδρομο των αμερικανοΝΑΤΟικών δυνάμεων για τις επιθετικές επιχειρήσεις τους. Έτσι έχει γίνει συνεργάτης και τροφοδότης του Ζελένσκι στην Ουκρανία, εμπλέκοντας την χώρα σε μια επικίνδυνη πολεμική αντιπαράθεση που διευρύνει συνεχώς ο ανταγωνισμός του δυτικού ιμπεριαλισμού με το ρώσικο ιμπεριαλισμό. Παρόμοια, ευθυγραμμιζόμενη με τις αμερικανοΝΑΤΟικές επιταγές, δίνει καύσιμα στην πολεμική μηχανή του Ισραήλ, στέλνει φρεγάτα ενάντια στους λαούς της Παλαιστίνης και της Υεμένης, έχει γίνει προκλητικό στήριγμα της σιωνιστικής εγκληματικής κυβέρνησης Νετανιάχου που διαπράττει μια θηριώδη γενοκτονία.
Όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική, τόσο μεγαλώνει η λαϊκή κατακραυγή για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως φάνηκε και κατά την πρόσφατη, περιφρουρημένη με ΜΑΤ, επίσκεψή του στη Θεσσαλία, όπου αποδοκιμάστηκε έντονα από τους κατοίκους της. Οι ευρωεκλογές έδωσαν ένα πρώτο μέτρο αυτής της λαϊκής αποδοκιμασίας, η οποία, ωστόσο, μεγαλώνει και μετά από αυτές, όπως δείχνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, κατεβάζουν τα ποσοστά της ΝΔ κοντά στο 20-25% και δείχνουν υψηλή αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας για την πολιτική της, δυναμώνοντας τις ανησυχίες στο Μαξίμου και στους κόλπους της ΝΔ.
Έχοντας αυτά υπόψη ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ θα επιχειρήσει να «ντύσει» την πολιτική που θα εξαγγείλει, πάλι, με κάποιες υποσχέσεις για πενιχρά, προσωρινά φιλοδωρήματα για τους «ευάλωτους», που, όμως, -όπως φαίνεται- θα είναι ακόμα και αυτά ελάχιστα, αφού μόλις πριν λίγο διάστημα σε συνέντευξή του στο ΣΚΑΪ ξεκαθάρισε πως «δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος να έρθουμε με ένα γενναιόδωρο πακέτο ως πρώιμος Αϊ-Βασίλης να μοιράσει χρήματα που το κράτος δεν διαθέτει». Στην πραγματικότητα, οι ομιλίες του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ θα προδιαγράψουν ένα νέο γύρο αντιλαϊκών περικοπών που θα υπακούει στις «οροφές» κοινωνικών δαπανών που επιβάλλει η ΕΕ για τους προϋπολογισμούς που θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται από το 2025 και απαιτούν πιο αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα για την πληρωμή των δανειστών και «κόφτες» κρατικών δαπανών. Ταυτόχρονα η λήψη δόσεων από το «Ταμείο Ανάκαμψης» θέτουν ως προϋπόθεση την εφαρμογή κι άλλων «μεταρρυθμίσεων», που θα μεταφρασθούν σε επιπλέον αντιλαϊκά μέτρα.
Όλα αυτά αναγγέλλουν πως η κυβέρνηση, γνωρίζοντας και εκμεταλλευόμενη το ότι απέναντί της έχει μια παραλυμένη και συναινετική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και μια συμβιβασμένη-παραδομένη ηγεσία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, θα ανοίξει μια νέα περίοδο όπου θα κάνει ακόμα πιο βαρύ το αντιλαϊκό φορτίο που θα κληθούν να το σηκώσουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα.
Μπροστά σε αυτήν την προοπτική η ενίσχυση, ο συντονισμός και η μαζικοποίηση των εξωκοινοβουλευτικών αγώνων, η ανάληψη πρωτοβουλιών από συνδικάτα και μαζικούς φορείς για να αναπτυχθούν μαζικοί αγώνες απόκρουσης της κυβερνητικής πολιτικής είναι η μόνη διέξοδος για την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων.