Για έναν ολόκληρο χρόνο η Κεραμέως δήλωνε δημοσίως και σε όλους τους τόνους ότι τα εργαλεία της τηλεκπαίδευσης (πλατφόρμα σύγχρονης τηλεκπαίδευσης) παρέχονται δωρεάν σε όλους τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και με μηδενικό κόστος για το ελληνικό Δημόσιο, μιας και ο αμερικανικός πολυεθνικός κολοσσός CISCO πρόσφερε ως δωρεά τις υπηρεσίες του. Απέναντι σε κάθε απαίτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά ακόμα και των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, να δοθεί στη δημοσιότητα η σύμβαση που προέβλεπε τη “δωρεάν παροχή υπηρεσιών” από τη μεριά της CISCO, η υπουργός Παιδείας με θράσος και κυνισμό δήλωνε ότι “η σύμβαση είναι στα συρτάρια του ΥΠΑΙΘ και όποιος θέλει μπορεί ελεύθερα να έρθει να την διαβάσει”. Με τον τρόπο αυτό κράτησε για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο στα σκοτάδια τις υπόγειες και μυστικές συμφωνίες με τον πολυεθνικό κολοσσό.

Μέσα στο Μάρτη και έπειτα από αλλεπάλληλα αιτήματα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δώσει στη δημοσιότητα την περιβόητη σύμβαση. Η δημοσιοποίηση της σύμβασης και η αποκάλυψη των όρων που περιγράφονται έσκασαν σαν βόμβα, γκρεμίζοντας όλα τα κυβερνητικά μυθεύματα περί της υποτιθέμενης δωρεάς αλλά και της προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των 1,5 εκα­τομ­μυρίου μαθητών και εκπαιδευτικών.

Κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων και του σάλου που προκλήθηκε, η Κεραμέως έσπευσε ξανά με προκλητικότητα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα ομολογώντας δημόσια πως “τίποτα δεν είναι για πάντα δωρεάν”. Προχωρώντας ακόμα παραπέρα, επιχείρησε να αιτιολογήσει ότι το ποσό των 2 εκατ. ευρώ που πλήρωσε η κυβέρνηση στην αμερικανική εταιρία εξασφαλίστηκε από τα κονδύλια του προγράμματος “ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ”, για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του Δημόσιου τομέα, που είχε δρομολογηθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κυβέρνηση της ΝΔ ενεργώντας απροκάλυπτα ως πλασιέ των πολυεθνικών εταιριών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού παραδίδει προς εκμετάλλευση ακόμα και τη Δημόσια Εκπαίδευση, επιβεβαιώνοντας πως τα πάντα πωλούνται. Στους ίδιους όρους της κατάπτυστης σύμβασης η κυβέρνηση παρέδωσε στα κρυφά προς εκμετάλλευση από την εν λόγω πολυεθνική τα λεγόμενα μεταδεδομένα, που αφορούν 1,5 εκατ. μαθητές και 150.000 εκπαιδευτικούς. Πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στη δραστηριότητα των χρηστών στο διαδίκτυο, τις συνήθειες και τα ενδιαφέροντά τους, με λίγα λόγια είναι το ψηφιακό προφίλ του κάθε χρήστη. Αυτού του είδους τα δεδομένα αποτελούν βασικό αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και αμύθητης κερδοφορίας των εταιριών πληροφορικής. Ο τελευταίος χρόνος της πανδημίας αποτέλεσε για τις εταιρίες αυτές μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αυξήσουν κατακόρυφα την κερδοφορία τους, καθώς είδαν ασύλληπτα ποσά να εισρέουν στα ταμεία τους.

Παράλληλα, αυτού του είδους τα δεδομένα αποτελούν και πεδίο που ξεδιπλώνεται ένας αδυσώπητος ανταγωνισμός συμφερόντων των πολυεθνικών, ως παράγωγο του ανελέητου οικονομικού πολέμου που έχει ξεσπάσει και βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα των ΗΠΑ – Κίνας – ΕΕ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου παγκοσμίως μετατρέπονται σε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, η κυβέρνηση της ΝΔ -ενεργώντας ως κανονικός πλασιέ των συμφερόντων των εταιριών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού- δεν διστάζει να παραδώσει τα ευαίσθητα δεδομένα των ανήλικων μαθητών όλης της χώρας όπως και των εκπαιδευτικών.

Η απόφαση της κυβέρνησης να παραδώσει εν κρυπτώ τα δεδομένα αυτά στην εταιρία είναι προκλητική αφού καταπατά ακόμα και το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα. Μάλιστα ακόμα και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔ­ΠΧ) αρκετές φορές τους προηγούμενους μήνες υποχρεώθηκε -κάτω από την πίεση και τις διαμαρτυρίες εκπαιδευτικών, γονέων καθώς και των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών- να προχωρήσει σε συστάσεις προς το ΥΠΑΙΘ επισημαίνοντας ασάφειες και θολά σημεία σ’ ό,τι αφορά την πλατφόρμα της τηλεκπαίδευσης. Είναι δικαιολογημένη λοιπόν η αγανάκτηση σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας που έρχεται αντιμέτωπη με την βάναυση καταπάτηση των προσωπικών δεδομένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε αυτή την παραβίαση ως πεδίο για να ασκήσει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση κάνοντας λόγο για την καταπάτηση στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Εκμεταλλεύεται με πονηριά το κλίμα αυτό για να συγκαλύψει το δικό του μερίδιο ευθύνης. Πρώτον γιατί όλο αυτό το διάστημα υποτάχθηκε στην κυβερνητική πολιτική και αποδέχθηκε σαν μοναδική επιλογή την τηλεκπαίδευση και τώρα διαμαρτύρεται για τους όρους παροχής της. Δεύτερον γιατί ως κυβέρνηση δεν έπραξε το παραμικρό, όπως και η ΝΔ τώρα, για την ενίσχυση των δημόσιων ψηφιακών υποδομών (Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο) που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Τρίτον όμως και πιο βασικό γιατί ως κυβέρνηση υπέγραψε παρόμοιες συμβάσεις με τον κινεζικό κολοσσό της Huawei, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο το δρόμο για να ασκήσει η Κίνα την ιμπεριαλιστική πολιτική της.

Οι ΗΠΑ όμως, που δεν δείχνουν διατεθειμένες να παραχωρήσουν έδαφος στους ανταγωνιστές τους, γρήγορα τράβηξαν τα λουριά στην κυβέρνηση της ΝΔ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, λίγες ημέρες μετά την εκλογή της ΝΔ στην κυβέρνηση, ο Αμερικανός πρέσβης συναντήθηκε με την υπουργό Παιδείας Ν. Κεραμέως για να της υπαγορεύσει την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει στο χώρο της Παιδείας. Την πολιτική εκείνη δηλαδή που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ με τον περίφημο “Στρατηγικό Διάλογο ΗΠΑ – Ελλάδας” και απαρέγκλιτα υπηρετεί η ΝΔ. Έτσι λοιπόν, σε μια νύχτα οι συμβάσεις με την Huawei ακυρώθηκαν και υπογράφηκαν νέες με την αμερικανικών συμφερόντων εταιρία της CISCO. Από την επέκταση λοιπόν των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών βάσεων και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ως τη βαθιά και απροκάλυπτη διείσδυση των αμερικανικών πολυεθνικών στα Δημόσια Σχολεία, η κυβέρνηση της ΝΔ αποδεικνύεται ο καλύτερος πλασιέ των συμφερόντων του αμερικάνικου -και όχι μόνο- ιμπεριαλισμού.

Επιβεβαιώνεται όμως για μια ακόμα φορά και η παντελής αδιαφορία της κυβέρνησης για την ενίσχυση της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Στον έναν χρόνο της πανδημίας η ΝΔ επιμένει στη γραμμή του παρατεταμένου λουκέτου στα σχολεία, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους μαθητές όλων των βαθμίδων. Όχι μόνο αρνήθηκε πεισματικά να πάρει βασικά μέτρα ώστε να λειτουργήσουν τα σχολεία (αραίωση τμημάτων, τεστ, προσλήψεις κλπ) αλλά αντίθετα με προκλητικό τρόπο πρόσφερε στην αμερικανική εταιρία 2 εκατ ευρώ ενώ θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει με τα ποσά αυτά την ενίσχυση των δημόσιων υποδομών του Σχολικού Δικτύου ώστε να υποστηριχτούν όλες οι ανάγκες.

Γίνεται για μια ακόμα φορά φανερό ότι η πολιτική της κυβέρνησης έχει σαν στόχο την παγίωση του ταξικού μέτρου της τηλεκπαίδευσης και παράλληλα την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των ξένων αφεντικών της ακόμα και στις πλάτες της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί με τον αγώνα τους μπορούν να βάλουν φραγμό στην αντιδραστική και αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης.